περιόστεος: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
(32)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο(ν), ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα οστά («[[περιόστεος]] [[ὑμήν]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περιόστεο]]<br /><b>ανατ.</b> [[ειδικός]] [[συνδετικός]] [[ιστός]] που καλύπτει τις επιφάνειες τών οστών και αποτελείται από δύο στιβάδες, μιαν εξωτερική ινώδη και μιαν εσωτερική κυτταροβριθή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]], -<i>οῦν</i>). Ο νεοελλ. τ. [[περιόστεο]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>periosteum</i>].
|mltxt=-ο(ν), ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα οστά («[[περιόστεος]] [[ὑμήν]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περιόστεο]]<br /><b>ανατ.</b> [[ειδικός]] [[συνδετικός]] [[ιστός]] που καλύπτει τις επιφάνειες τών οστών και αποτελείται από δύο στιβάδες, μιαν εξωτερική ινώδη και μιαν εσωτερική κυτταροβριθή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]], -<i>οῦν</i>). Ο νεοελλ. τ. [[περιόστεο]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>periosteum</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιόστεος Medium diacritics: περιόστεος Low diacritics: περιόστεος Capitals: ΠΕΡΙΟΣΤΕΟΣ
Transliteration A: periósteos Transliteration B: periosteos Transliteration C: periosteos Beta Code: perio/steos

English (LSJ)

ον,

   A round the bones, χιτών, ὑμήν, Ruf.Onom.129, Gal. 2.591 (περιόστιος and -ειος are ff.ll., 13.415, 4.550).

German (Pape)

[Seite 585] um die Knochen, sie umgebend; τὸ περιόστεον, die Knochenhaut, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

περιόστεος: -ον, ὁ περὶ τὰ ὀστᾶ, ὑμὴν Γαλην. 2. 241, κτλ.· περιόστιος καὶ -ειος εἶναι πιθ. ἡμαρτημέναι γραφαὶ αὐτόθι 43. 657., 3. 197.

Greek Monolingual

-ο(ν), ΝΑ
αυτός που βρίσκεται γύρω από τα οστά («περιόστεος ὑμήν», Γαλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περιόστεο
ανατ. ειδικός συνδετικός ιστός που καλύπτει τις επιφάνειες τών οστών και αποτελείται από δύο στιβάδες, μιαν εξωτερική ινώδη και μιαν εσωτερική κυτταροβριθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -όστεος (< ὀστέον, -οῦν). Ο νεοελλ. τ. περιόστεο είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periosteum].