Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύποτο: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(16)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἡδύποτος]], -ον)<br />αυτός που πίνεται ευχάριστα, [[γλυκός]] στη [[γεύση]] («[[ἡδύποτος]] [[οἶνος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ηδύποτο]]<br />οινοπνευματώδες [[ποτό]] που περιέχει [[οινόπνευμα]] με χυμό καρπών και [[ζάχαρη]], το [[λικέρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ηδυπότις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πότος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>ποτος</i>, <i>ολιγό</i>-<i>ποτος</i>].
|mltxt=το (Α [[ἡδύποτος]], -ον)<br />αυτός που πίνεται ευχάριστα, [[γλυκός]] στη [[γεύση]] («[[ἡδύποτος]] [[οἶνος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ηδύποτο]]<br />οινοπνευματώδες [[ποτό]] που περιέχει [[οινόπνευμα]] με χυμό καρπών και [[ζάχαρη]], το [[λικέρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ηδυπότις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πότος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίνω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>ποτος</i>, <i>ολιγό</i>-<i>ποτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

το (Α ἡδύποτος, -ον)
αυτός που πίνεται ευχάριστα, γλυκός στη γεύσηἡδύποτος οἶνος», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύποτο
οινοπνευματώδες ποτό που περιέχει οινόπνευμα με χυμό καρπών και ζάχαρη, το λικέρ
αρχ.
η ηδυπότις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότος (< πίνω) πρβλ. α-κατά-ποτος, ολιγό-ποτος].