φωτοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(46)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[φωτοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br />αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο [[φωτεινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[φωτοφόρο]]<br />α) [[λαμπτήρας]] με ανακλαστήρα<br />β) <b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[φωτοφόρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> (για το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος) αυτός που παρέχει πνευματικό φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[φωτοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν<br />αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο [[φωτεινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[φωτοφόρο]]<br />α) [[λαμπτήρας]] με ανακλαστήρα<br />β) <b>ζωολ.</b> <b>βλ.</b> [[φωτοφόρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> (για το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος) αυτός που παρέχει πνευματικό φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτοφόρος Medium diacritics: φωτοφόρος Low diacritics: φωτοφόρος Capitals: ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phōtophóros Transliteration B: phōtophoros Transliteration C: fotoforos Beta Code: fwtofo/ros

English (LSJ)

   A gloss on φαεσφόρους, Suid., cf. EM786.33.

German (Pape)

[Seite 1324] Licht bringend, wie φωσφόρος, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

φωτοφόρος: -ον, ὁ φέρων φῶς, ὡς τὸ φωσφόρος, Σουΐδ., Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / φωτοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο φωτεινός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το φωτοφόρο
α) λαμπτήρας με ανακλαστήρα
β) ζωολ. βλ. φωτοφόρο
μσν.
εκκλ. (για το μυστήριο του βαπτίσματος) αυτός που παρέχει πνευματικό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -φόρος].