υπόθετο: Difference between revisions
From LSJ
(43) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ὑπόθετος]], -ον, ΝΜΑ [[ὑποτίθημι]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=το / [[ὑπόθετος]], -ον, ΝΜΑ [[ὑποτίθημι]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[υπόθετο]]<br /><b>ιατρ.</b> φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] σε [[σχήμα]] κυλίνδρου, κώνου ή σφαιριδίου που προορίζεται για [[εισαγωγή]] στον οργανισμό από το [[απευθυσμένο]], όπου διαλύεται [[σιγά]] [[σιγά]] από τη [[θερμοκρασία]] του σώματος και απορροφάται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] παρόμοιου σχήματος που προορίζεται για [[εισαγωγή]] στον [[κόλπο]] τών [[γυναικών]] για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που τοποθετείται [[κάτω]] από κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
το / ὑπόθετος, -ον, ΝΜΑ ὑποτίθημι
το ουδ. ως ουσ. το υπόθετο
ιατρ. φαρμακευτικό σκεύασμα σε σχήμα κυλίνδρου, κώνου ή σφαιριδίου που προορίζεται για εισαγωγή στον οργανισμό από το απευθυσμένο, όπου διαλύεται σιγά σιγά από τη θερμοκρασία του σώματος και απορροφάται
νεοελλ.
ιατρ. φαρμακευτικό σκεύασμα παρόμοιου σχήματος που προορίζεται για εισαγωγή στον κόλπο τών γυναικών για θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που τοποθετείται κάτω από κάποιον ή κάτι άλλο.