ἰσημέριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον (ΑΜ [[ἰσημέριος]], -ία, -ον, Α δωρ. τ. [[ἰσαμέριος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ισημερία]]<br />η [[εξίσωση]] της [[χρονικής]] διάρκειας ημέρας και νύχτας, που [[είναι]] [[διαρκής]] στον ισημερινό, ενώ σε όλα τα άλλα [[πλάτη]] και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το [[έτος]], [[δηλαδή]] στις 21 Μαρτίου (εαρινή [[ισημερία]]) και στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή [[ισημερία]]), [[οπότε]] ο Ήλιος περνά [[πάνω]] από τα ισημερινά [[σημεία]] (το εαρινό και το φθινοπωρινό, αντίστοιχα) και [[επομένως]] [[κατά]] την ημερήσια [[πορεία]] του διαγράφει τον ισημερινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ο δωρ. τ.) [[ἰσαμέριος]], -<i>ον</i><br />αυτός που διαρκεί ίσο [[διάστημα]] χρόνου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἰσημέριον]]<br />η [[ισημερία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέριος]], [[ἡμερία]], <i>ἡμέριον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]])].
|mltxt=-ία, -ον (ΑΜ [[ἰσημέριος]], -ία, -ον, Α δωρ. τ. [[ἰσαμέριος]], -ον)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ισημερία]]<br />η [[εξίσωση]] της [[χρονικής]] διάρκειας ημέρας και νύχτας, που [[είναι]] [[διαρκής]] στον ισημερινό, ενώ σε όλα τα άλλα [[πλάτη]] και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το [[έτος]], [[δηλαδή]] στις 21 Μαρτίου (εαρινή [[ισημερία]]) και στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή [[ισημερία]]), [[οπότε]] ο Ήλιος περνά [[πάνω]] από τα ισημερινά [[σημεία]] (το εαρινό και το φθινοπωρινό, αντίστοιχα) και [[επομένως]] [[κατά]] την ημερήσια [[πορεία]] του διαγράφει τον ισημερινό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ο δωρ. τ.) [[ἰσαμέριος]], -<i>ον</i><br />αυτός που διαρκεί ίσο [[διάστημα]] χρόνου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἰσημέριον]]<br />η [[ισημερία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέριος]], [[ἡμερία]], <i>ἡμέριον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰσημέριος:''' атт. = [[ἰσαμέριος]].
|elrutext='''ἰσημέριος:''' атт. = [[ἰσαμέριος]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 1263] = Folgdm, Soph. frg. 692.

Greek Monolingual

-ία, -ον (ΑΜ ἰσημέριος, -ία, -ον, Α δωρ. τ. ἰσαμέριος, -ον)
το θηλ. ως ουσ. η ισημερία
η εξίσωση της χρονικής διάρκειας ημέρας και νύχτας, που είναι διαρκής στον ισημερινό, ενώ σε όλα τα άλλα πλάτη και για όλη τη Γη συμβαίνει δύο φορές το έτος, δηλαδή στις 21 Μαρτίου (εαρινή ισημερία) και στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή ισημερία), οπότε ο Ήλιος περνά πάνω από τα ισημερινά σημεία (το εαρινό και το φθινοπωρινό, αντίστοιχα) και επομένως κατά την ημερήσια πορεία του διαγράφει τον ισημερινό
αρχ.
1. (ο δωρ. τ.) ἰσαμέριος, -ον
αυτός που διαρκεί ίσο διάστημα χρόνου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσημέριον
η ισημερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἡμέριος, ἡμερία, ἡμέριον (< ἡμέρα)].

Russian (Dvoretsky)

ἰσημέριος: атт. = ἰσαμέριος.