υέτιος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
(42) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑέτιος]], -ία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α [[ὑετός]]<br />αυτός που φέρνει [[βροχή]] ή αυτός που συνοδεύεται από [[βροχή]], [[βροχερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από [[βροχή]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο / [[ὑέτιος]], -ία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α [[ὑετός]]<br />αυτός που φέρνει [[βροχή]] ή αυτός που συνοδεύεται από [[βροχή]], [[βροχερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από [[βροχή]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὑέτιος]]<br />[[ονομασία]] λίθου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Ζεὺς]] [[ὑέτιος]]» — [[προσωνυμία]] του [[Διός]] ως του θεού που στέλνει στους ανθρώπους τον υετό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑέτιος, -ία, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. θηλ. ὑετίη Α ὑετός
αυτός που φέρνει βροχή ή αυτός που συνοδεύεται από βροχή, βροχερός
αρχ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από βροχή
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑέτιος
ονομασία λίθου
3. φρ. «Ζεὺς ὑέτιος» — προσωνυμία του Διός ως του θεού που στέλνει στους ανθρώπους τον υετό.