λιμνήσιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[λιμνήσιος]], -ία, -ον)<br />[[λίμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λίμνη]] ή προέρχεται από [[λίμνη]] («λιμνήσια ψάρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) | |mltxt=-α, -ο (Α [[λιμνήσιος]], -ία, -ον)<br />[[λίμνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[λίμνη]] ή προέρχεται από [[λίμνη]] («λιμνήσια ψάρια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) ὁ [[Λιμνήσιος]]<br />[[ονομασία]] βατράχου στη <i>Βατραχομυομαχία</i><br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ [[λιμνησία]] και τὸ [[λιμνήσιον]]<br />το [[λεπτό]] [[αλάτι]] που [[είναι]] κολλημένο σε καλάμια ή σε ξύλα τα οποία βρίσκονται [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], η αδάρκη<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] κενταύριο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λιμνήσιος, -ία, -ον)
λίμνη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λίμνη ή προέρχεται από λίμνη («λιμνήσια ψάρια»)
αρχ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμνήσιος
ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ λιμνησία και τὸ λιμνήσιον
το λεπτό αλάτι που είναι κολλημένο σε καλάμια ή σε ξύλα τα οποία βρίσκονται μέσα στη θάλασσα, η αδάρκη
3. το ουδ. ως ουσ. το φυτό κενταύριο.