ολκαίος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(28) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁλκαῑος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) αυτός που έρπει<br /><b>3.</b> (για δρόμο) [[οφιοειδής]] («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[διαδοχικός]] («[[λεύσσω]] [[πάλαι]] δὴ σπεῑραν ὁλκαίων κακῶν», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=ὁλκαῑος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [[ολκή]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) αυτός που έρπει<br /><b>3.</b> (για δρόμο) [[οφιοειδής]] («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[διαδοχικός]] («[[λεύσσω]] [[πάλαι]] δὴ σπεῑραν ὁλκαίων κακῶν», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὁλκαία]], -<i>αίη</i><br />η [[ουρά]] του λιονταριού, [[επειδή]] σύρεται<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁλκαῑον</i><br />α) [[μεγάλη]] [[λεκάνη]] [[μέσα]] στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. [[ολκείον]]<br />β) η [[πρύμνη]] του πλοίου. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
ὁλκαῑος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) ολκή
1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται
2. (για φίδι) αυτός που έρπει
3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.)
4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός («λεύσσω πάλαι δὴ σπεῑραν ὁλκαίων κακῶν», Λυκόφρ.)
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁλκαία, -αίη
η ουρά του λιονταριού, επειδή σύρεται
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλκαῑον
α) μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. ολκείον
β) η πρύμνη του πλοίου.