ολκαίος
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
Greek Monolingual
ὁλκαῖος, -αία, -ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) ολκή
1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται
2. (για φίδι) αυτός που έρπει
3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.)
4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός («λεύσσω πάλαι δὴ σπεῖραν ὁλκαίων κακῶν», Λυκόφρ.)
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁλκαία, -αίη
η ουρά του λιονταριού, επειδή σύρεται
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλκαῖον
α) μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια, αλλ. ολκείον
β) η πρύμνη του πλοίου.