ευεργέτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(15)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ευεργέτις]] και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ [[εὐεργέτης]], θηλ. [[εὐεργέτις]] και εὐεργέτισσα)<br />αυτός που προσφέρει [[ευεργεσία]], αγαθή και ωφέλιμη [[πράξη]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] που απονέμεται από κάποιο [[ίδρυμα]] σε άτομα για την [[προσφορά]] μεγάλου χρηματικού ποσού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εθνικός]] [[ευεργέτης]]» — αυτός που ευεργέτησε το [[έθνος]] με δωρεές και κληροδοτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την [[πόλη]] («[[εὐεργέτης]] βασιλέος ἀνεγράφη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αγαθοεργός]], [[ευεργετικός]] («[[εὐεργέτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευεργός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έργον]]) [[κατά]] τα [[οίκος]] &GT; [[οικέτης]]].
|mltxt=ο, θηλ. [[ευεργέτις]] και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ [[εὐεργέτης]], θηλ. [[εὐεργέτις]] και εὐεργέτισσα)<br />αυτός που προσφέρει [[ευεργεσία]], αγαθή και ωφέλιμη [[πράξη]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τίτλος]] που απονέμεται από κάποιο [[ίδρυμα]] σε άτομα για την [[προσφορά]] μεγάλου χρηματικού ποσού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εθνικός]] [[ευεργέτης]]» — αυτός που ευεργέτησε το [[έθνος]] με δωρεές και κληροδοτήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμητικός]] [[τίτλος]] σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την [[πόλη]] («[[εὐεργέτης]] βασιλέος ἀνεγράφη», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[αγαθοεργός]], [[ευεργετικός]] («[[εὐεργέτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευεργός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έργον]]) [[κατά]] τα [[οίκος]] > [[οικέτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα)
αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον
νεοελλ.
1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου χρηματικού ποσού
2. φρ. «εθνικός ευεργέτης» — αυτός που ευεργέτησε το έθνος με δωρεές και κληροδοτήματα
αρχ.
1. τιμητικός τίτλος σε ανθρώπους που ευεργέτησαν την πόληεὐεργέτης βασιλέος ἀνεγράφη», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. αγαθοεργός, ευεργετικόςεὐεργέτης ἀνήρ», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευεργός (< ευ + έργον) κατά τα οίκος > οικέτης].