τρικλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(42)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τρεκλίζω]] Ν<br />κλονίζομαι [[κατά]] το [[βάδισμα]], [[παραπαίω]], [[παραπατώ]] («τρικλίζει από το [[μεθύσι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τρικλίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[τρεκλίζω]] με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>τρακλίζω</i> με [[τροπή]] του -<i>α</i>- σε -<i>ε</i>- λόγω του παρακείμενου υγρού (<b>πρβλ.</b> [[κράββατος]] &GT; <i>κρεββάτι</i>, [[ραπάνι]] &GT; [[ρεπάνι]] <b>κ.ά.</b>). Ο τ. <i>τρακλίζω</i>, όπως και ο τ. <i>τρακλῶ</i>, από τον οποίο προήλθε [[κατά]] το αντώνυμο [[ὁμαλίζω]] «[[βαδίζω]] ομαλά», απαντούν στον Μεσαίωνα. Ο τ. τρακλῶ θεωρείται ότι έχει σχηματιστεί με [[ανάπτυξη]] ενός -<i>ρ</i>- από το τακλῶ / <i>κατακλῶ</i>, διαλ. τ. του Πόντου με σημ. «[[κάνω]] [[κυβίστηση]]». Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι ο τ. τρακλῶ <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλῶ</i> «[[σπάζω]]» δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=και [[τρεκλίζω]] Ν<br />κλονίζομαι [[κατά]] το [[βάδισμα]], [[παραπαίω]], [[παραπατώ]] («τρικλίζει από το [[μεθύσι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τρικλίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[τρεκλίζω]] με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>τρακλίζω</i> με [[τροπή]] του -<i>α</i>- σε -<i>ε</i>- λόγω του παρακείμενου υγρού (<b>πρβλ.</b> [[κράββατος]] > <i>κρεββάτι</i>, [[ραπάνι]] > [[ρεπάνι]] <b>κ.ά.</b>). Ο τ. <i>τρακλίζω</i>, όπως και ο τ. <i>τρακλῶ</i>, από τον οποίο προήλθε [[κατά]] το αντώνυμο [[ὁμαλίζω]] «[[βαδίζω]] ομαλά», απαντούν στον Μεσαίωνα. Ο τ. τρακλῶ θεωρείται ότι έχει σχηματιστεί με [[ανάπτυξη]] ενός -<i>ρ</i>- από το τακλῶ / <i>κατακλῶ</i>, διαλ. τ. του Πόντου με σημ. «[[κάνω]] [[κυβίστηση]]». Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι ο τ. τρακλῶ <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλῶ</i> «[[σπάζω]]» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

και τρεκλίζω Ν
κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή του -α- σε -ε- λόγω του παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > ρεπάνι κ.ά.). Ο τ. τρακλίζω, όπως και ο τ. τρακλῶ, από τον οποίο προήλθε κατά το αντώνυμο ὁμαλίζω «βαδίζω ομαλά», απαντούν στον Μεσαίωνα. Ο τ. τρακλῶ θεωρείται ότι έχει σχηματιστεί με ανάπτυξη ενός -ρ- από το τακλῶ / κατακλῶ, διαλ. τ. του Πόντου με σημ. «κάνω κυβίστηση». Αντίθετα, η άποψη ότι ο τ. τρακλῶ < επιτατ. τρι- + κλῶ «σπάζω» δεν θεωρείται πιθανή].