τρικλίζω
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek Monolingual
και τρεκλίζω Ν
κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή του -α- σε -ε- λόγω του παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > ρεπάνι κ.ά.). Ο τ. τρακλίζω, όπως και ο τ. τρακλῶ, από τον οποίο προήλθε κατά το αντώνυμο ὁμαλίζω «βαδίζω ομαλά», απαντούν στον Μεσαίωνα. Ο τ. τρακλῶ θεωρείται ότι έχει σχηματιστεί με ανάπτυξη ενός -ρ- από το τακλῶ / κατακλῶ, διαλ. τ. του Πόντου με σημ. «κάνω κυβίστηση». Αντίθετα, η άποψη ότι ο τ. τρακλῶ < επιτατ. τρι- + κλῶ «σπάζω» δεν θεωρείται πιθανή].