μαῖτυς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(23)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαίτυς]], -υρος, ὁ (Α)<br />[[μάρτυρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίτυς]] [[αντί]] [[μάρτυς]] από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -<i>ρ</i>- ανομοιωτικά [[προς]] το ακολουθούν -<i>ρ</i>- («υποχωρητική [[ανομοίωση]]») εξασθενώθηκε σε -<i>ι</i>-: [[μάρτυρος]] &GT; <i>μαίτυρος</i> &GT; [[μαίτυς]].
|mltxt=[[μαίτυς]], -υρος, ὁ (Α)<br />[[μάρτυρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίτυς]] [[αντί]] [[μάρτυς]] από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -<i>ρ</i>- ανομοιωτικά [[προς]] το ακολουθούν -<i>ρ</i>- («υποχωρητική [[ανομοίωση]]») εξασθενώθηκε σε -<i>ι</i>-: [[μάρτυρος]] > <i>μαίτυρος</i> > [[μαίτυς]].
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαῖτυς Medium diacritics: μαῖτυς Low diacritics: μαίτυς Capitals: ΜΑΙΤΥΣ
Transliteration A: maîtys Transliteration B: maitys Transliteration C: maitys Beta Code: mai=tus

English (LSJ)

Cret. and Epid. for μάρτυς (q. v.).

Greek Monolingual

μαίτυς, -υρος, ὁ (Α)
μάρτυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίτυς αντί μάρτυς από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -ρ- ανομοιωτικά προς το ακολουθούν -ρ- («υποχωρητική ανομοίωση») εξασθενώθηκε σε -ι-: μάρτυρος > μαίτυρος > μαίτυς.