λουρί: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(23) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[λωρίον]])<br />[[ταινία]], [[συνήθως]] [[δερμάτινη]], για διάφορες χρήσεις, [[ιμάντας]] (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το [[λουρί]] της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το [[σκυλί]] του δεμένο με ένα μακρύ [[λουρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενό και επίμηκες [[τμήμα]] επιφάνειας, [[λωρίδα]]<br /><b>2.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] το [[λουρί]]» — [[κάνω]] οικονομίες, [[περιορίζω]] τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται [[πολιτική]] λιτότητας<br />β) «[[σφίγγω]] τα λουριά κάποιου» — [[περιορίζω]] κάποιον, του [[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]]<br />γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη [[ράχη]] του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε [[πολλά]] χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωρίον]] (με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-σε -<i>ου</i>-<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[κώδων]] | |mltxt=το (Μ [[λωρίον]])<br />[[ταινία]], [[συνήθως]] [[δερμάτινη]], για διάφορες χρήσεις, [[ιμάντας]] (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το [[λουρί]] της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το [[σκυλί]] του δεμένο με ένα μακρύ [[λουρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στενό και επίμηκες [[τμήμα]] επιφάνειας, [[λωρίδα]]<br /><b>2.</b> [[ζώνη]], [[ζωστήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφίγγω]] το [[λουρί]]» — [[κάνω]] οικονομίες, [[περιορίζω]] τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται [[πολιτική]] λιτότητας<br />β) «[[σφίγγω]] τα λουριά κάποιου» — [[περιορίζω]] κάποιον, του [[σφίγγω]] το [[ζωνάρι]]<br />γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη [[ράχη]] του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε [[πολλά]] χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωρίον]] (με [[κώφωση]] του -<i>ω</i>-σε -<i>ου</i>-<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[κώδων]] > [[κουδούνι]]), υποκορ. του [[λῶρον]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>lorum</i> «[[ιμάντας]], [[ζώνη]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 January 2019
Greek Monolingual
το (Μ λωρίον)
ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά του αλόγου» β. «το λουρί της μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί»)
νεοελλ.
1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα
2. ζώνη, ζωστήρας
3. φρ. α) «σφίγγω το λουρί» — κάνω οικονομίες, περιορίζω τα έξοδά μου ή μού επιβάλλεται πολιτική λιτότητας
β) «σφίγγω τα λουριά κάποιου» — περιορίζω κάποιον, του σφίγγω το ζωνάρι
γ) «του 'βγαλε λουριά απ' τη ράχη του» — τον υπέβαλε σε υπέρογκα έξοδα ή του απέσπασε πολλά χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωρίον (με κώφωση του -ω-σε -ου-
πρβλ. κώδων > κουδούνι), υποκορ. του λῶρον < λατ. lorum «ιμάντας, ζώνη»].