πολυτονικός: Difference between revisions

From LSJ

δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγοςreceive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours

Source
(33)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
|Full diacritics=πολυτονικός
|Medium diacritics=ἀξιοθριάμβευτος
|Low diacritics=αξιοθριάμβευτος
|Capitals=ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟΣ
|Transliteration A=polytonikós
|Transliteration B=polytonikos
|Transliteration C=polytonikos
|Beta Code=polutoniko/s
|Definition=polytonic
}}
==French==
polytonique
==German==
vieltönig, polytonisch
==Dutch==
meertonig, meertonige
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>φρ.</b> «πολυτονικό [[σύστημα]]»<br /><b>γραμμ.</b> παλαιότερος [[τρόπος]] [[γραφής]] τών λέξεων, [[κατά]] τον οποίο χρησιμοποιούνταν στον τονισμό τών λέξεων τα πνεύματα και η [[περισπωμένη]], δηλ. όλα τα τονικά [[σημεία]] της Αρχαίας Ελληνικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τονικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[τονικός]].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>φρ.</b> «πολυτονικό [[σύστημα]]»<br /><b>γραμμ.</b> παλαιότερος [[τρόπος]] [[γραφής]] τών λέξεων, [[κατά]] τον οποίο χρησιμοποιούνταν στον τονισμό τών λέξεων τα πνεύματα και η [[περισπωμένη]], δηλ. όλα τα τονικά [[σημεία]] της Αρχαίας Ελληνικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τονικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[τονικός]].
}}
}}

Revision as of 18:56, 6 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτονικός Medium diacritics: ἀξιοθριάμβευτος Low diacritics: αξιοθριάμβευτος Capitals: ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: polytonikós Transliteration B: polytonikos Transliteration C: polytonikos Beta Code: polutoniko/s

English (LSJ)

polytonic

French

polytonique

German

vieltönig, polytonisch

Dutch

meertonig, meertonige

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
φρ. «πολυτονικό σύστημα»
γραμμ. παλαιότερος τρόπος γραφής τών λέξεων, κατά τον οποίο χρησιμοποιούνταν στον τονισμό τών λέξεων τα πνεύματα και η περισπωμένη, δηλ. όλα τα τονικά σημεία της Αρχαίας Ελληνικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τονικός (< τόνος), πρβλ. μονο-τονικός.