εξαιτώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαιτῶ, -έω)<br /><b>μέσ.</b> <i>ἐξαιτοῡμαι</i><br />[[ζητώ]] παρακλητικά να μού δοθεί [[κάτι]] («δὸς πᾱσιν ἡμῑν [[ὥσπερ]] ἐξαιτούμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] ή [[απαιτώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ζητώ]] σε γάμο<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] την [[παράδοση]] κάποιου, [[κυρίως]] δούλου, για βασανισμό ή [[ανάκριση]] με βασανιστήρια («ἐξαιτοῡσι [τοὺς θεράποντας] οὐκ ἠθέλησαν ἐκδιδόναι», Αντιφ.)<br /><b>4.</b> [[παρακαλώ]], [[ζητώ]] παρακλητικά («ἡ δὲ [[μήτηρ]] ἐξαιτησαμένη αὐτόν ἀποπέμπει [[πάλιν]] ἐπὶ τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (με εμπρόθ. προσδ.) [[μεσιτεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[ζητώ]] [[συγνώμη]], [[άφεση]] («εἴ πως τὰ [[πρόσθε]] σφάλματ' ἐξαιτούμένος», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(AM ἐξαιτῶ, -έω)<br /><b>μέσ.</b> <i>ἐξαιτοῦμαι</i><br />[[ζητώ]] παρακλητικά να μού δοθεί [[κάτι]] («δὸς πᾱσιν ἡμῑν [[ὥσπερ]] ἐξαιτούμεθα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] ή [[απαιτώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ζητώ]] σε γάμο<br /><b>3.</b> [[αξιώνω]] την [[παράδοση]] κάποιου, [[κυρίως]] δούλου, για βασανισμό ή [[ανάκριση]] με βασανιστήρια («ἐξαιτοῦσι [τοὺς θεράποντας] οὐκ ἠθέλησαν ἐκδιδόναι», Αντιφ.)<br /><b>4.</b> [[παρακαλώ]], [[ζητώ]] παρακλητικά («ἡ δὲ [[μήτηρ]] ἐξαιτησαμένη αὐτόν ἀποπέμπει [[πάλιν]] ἐπὶ τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (με εμπρόθ. προσδ.) [[μεσιτεύω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[ζητώ]] [[συγνώμη]], [[άφεση]] («εἴ πως τὰ [[πρόσθε]] σφάλματ' ἐξαιτούμένος», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐξαιτῶ, -έω)
μέσ. ἐξαιτοῦμαι
ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.)
αρχ.
1. ζητώ ή απαιτώ κάτι
2. ζητώ σε γάμο
3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια («ἐξαιτοῦσι [τοὺς θεράποντας] οὐκ ἠθέλησαν ἐκδιδόναι», Αντιφ.)
4. παρακαλώ, ζητώ παρακλητικά («ἡ δὲ μήτηρ ἐξαιτησαμένη αὐτόν ἀποπέμπει πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχήν», Ξεν.)
5. (με εμπρόθ. προσδ.) μεσιτεύω
6. μέσ. ζητώ συγνώμη, άφεση («εἴ πως τὰ πρόσθε σφάλματ' ἐξαιτούμένος», Ευρ.).