αξίωμα: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(5) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἀξίωμα]]) [[αξιώ]]<br /><b>1.</b> ανώτερη [[θέση]], [[βαθμός]]<br /><b>2.</b> (Λογ. -Μαθ.) αυταπόδεικτη [[αρχή]], ό,τι λαμβάνεται ως [[βάση]] απόδειξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φήμη]], [[υπόληψη]]<br />«τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν [[ἀξίωμα]]» (<b>Δημοσθ.</b>), «[[ἀξίωμα]] ἔχειν ἀρετῆς» — [[φήμη]] για την [[αρετή]] του (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αξία]], [[ποιότητα]]<br />«οὑ τῷ πλήθει [[ἀλλά]] τῷ ἀξιώματι» — όχι ως [[προς]] τον αριθμό [[αλλά]] ως [[προς]] την [[αξία]] (<b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απόφαση]] («τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τιμή]], αυτό για το οποίο θεωρείται [[άξιος]] [[κάποιος]] («τὸ τῆς πόλεως [[ἀξίωμα]]» — η [[τιμή]] του να αντιπροσωπεύει την [[πόλη]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[απαίτηση]], [[αίτηση]]<br /><b>6.</b> [[θεωρία]], φιλοσοφική [[άποψη]] («τὸ | |mltxt=το (AM [[ἀξίωμα]]) [[αξιώ]]<br /><b>1.</b> ανώτερη [[θέση]], [[βαθμός]]<br /><b>2.</b> (Λογ. -Μαθ.) αυταπόδεικτη [[αρχή]], ό,τι λαμβάνεται ως [[βάση]] απόδειξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φήμη]], [[υπόληψη]]<br />«τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν [[ἀξίωμα]]» (<b>Δημοσθ.</b>), «[[ἀξίωμα]] ἔχειν ἀρετῆς» — [[φήμη]] για την [[αρετή]] του (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αξία]], [[ποιότητα]]<br />«οὑ τῷ πλήθει [[ἀλλά]] τῷ ἀξιώματι» — όχι ως [[προς]] τον αριθμό [[αλλά]] ως [[προς]] την [[αξία]] (<b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απόφαση]] («τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τιμή]], αυτό για το οποίο θεωρείται [[άξιος]] [[κάποιος]] («τὸ τῆς πόλεως [[ἀξίωμα]]» — η [[τιμή]] του να αντιπροσωπεύει την [[πόλη]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[απαίτηση]], [[αίτηση]]<br /><b>6.</b> [[θεωρία]], φιλοσοφική [[άποψη]] («τὸ τοῦ Ζήνωνος [[ἀξίωμα]]», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
το (AM ἀξίωμα) αξιώ
1. ανώτερη θέση, βαθμός
2. (Λογ. -Μαθ.) αυταπόδεικτη αρχή, ό,τι λαμβάνεται ως βάση απόδειξης
αρχ.
1. φήμη, υπόληψη
«τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀξίωμα» (Δημοσθ.), «ἀξίωμα ἔχειν ἀρετῆς» — φήμη για την αρετή του (Αριστοτ.)
2. αξία, ποιότητα
«οὑ τῷ πλήθει ἀλλά τῷ ἀξιώματι» — όχι ως προς τον αριθμό αλλά ως προς την αξία (Θουκ.)
3. απόφαση («τὰ τῶν προγόνων ἀξιώματα», Δημοσθ.)
4. τιμή, αυτό για το οποίο θεωρείται άξιος κάποιος («τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα» — η τιμή του να αντιπροσωπεύει την πόλη, Δημοσθ.)
5. απαίτηση, αίτηση
6. θεωρία, φιλοσοφική άποψη («τὸ τοῦ Ζήνωνος ἀξίωμα», Αριστοτ.).