ανοχή: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(4)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀνοχή]]) [[ανέχω]]<br />η [[ανεκτικότητα]], η [[επιείκεια]], η [[μακροθυμία]]<br /><b>φρ.</b> «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(<b>Κ.Δ.</b>)<br />«ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου)<br />«η [[ανοχή]] των ξένων θρησκευμάτων»<br />«[[ψήφος]] ανοχής [[προς]] την [[κυβέρνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενδοτικότητα]], η παθητική [[αντιμετώπιση]] μιας κατάστασης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οίκος]] ανοχής» — το [[πορνείο]]<br /><b>3.</b> (για αγρούς και αμπέλια) [[αφορία]], [[σιτοδεία]]<br /><b>μσν.</b><br />η Ανάληψη (του Χριστού)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[διακοπή]] μιας εργασίας, [[καθυστέρηση]] αποπεράτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοπή]] εχθροπραξιών, [[ανακωχή]]<br /><b>2.</b> [[ευκαιρία]], [[άνεση]] χρόνου<br /><b>3.</b> [[άδεια]], πρόσκαιρη [[διακοπή]] εργασίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <i>ἀνοχαί</i><br />ημέρες εορταστικών αργιών<br /><b>5.</b> [[διακοπή]] μιας διαδικασίας<br /><b>6.</b> [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]], [[ανάρρωση]]<br /><b>7.</b> [[ανατολή]] (του ήλιου).
|mltxt=η (AM [[ἀνοχή]]) [[ανέχω]]<br />η [[ανεκτικότητα]], η [[επιείκεια]], η [[μακροθυμία]]<br /><b>φρ.</b> «ἐν τῇ ανοχῇ τοῦ Θεοῡ»(<b>Κ.Δ.</b>)<br />«ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου)<br />«η [[ανοχή]] των ξένων θρησκευμάτων»<br />«[[ψήφος]] ανοχής [[προς]] την [[κυβέρνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενδοτικότητα]], η παθητική [[αντιμετώπιση]] μιας κατάστασης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οίκος]] ανοχής» — το [[πορνείο]]<br /><b>3.</b> (για αγρούς και αμπέλια) [[αφορία]], [[σιτοδεία]]<br /><b>μσν.</b><br />η Ανάληψη (του Χριστού)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η [[διακοπή]] μιας εργασίας, [[καθυστέρηση]] αποπεράτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διακοπή]] εχθροπραξιών, [[ανακωχή]]<br /><b>2.</b> [[ευκαιρία]], [[άνεση]] χρόνου<br /><b>3.</b> [[άδεια]], πρόσκαιρη [[διακοπή]] εργασίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <i>ἀνοχαί</i><br />ημέρες εορταστικών αργιών<br /><b>5.</b> [[διακοπή]] μιας διαδικασίας<br /><b>6.</b> [[απαλλαγή]] από [[ασθένεια]], [[ανάρρωση]]<br /><b>7.</b> [[ανατολή]] (του ήλιου).
}}
}}

Revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (AM ἀνοχή) ανέχω
η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμία
φρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῦ Θεοῡ»(Κ.Δ.)
«ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου)
«η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων»
«ψήφος ανοχής προς την κυβέρνηση
νεοελλ.
1. ενδοτικότητα, η παθητική αντιμετώπιση μιας κατάστασης
2. φρ. «οίκος ανοχής» — το πορνείο
3. (για αγρούς και αμπέλια) αφορία, σιτοδεία
μσν.
η Ανάληψη (του Χριστού)
αρχ.-μσν.
η διακοπή μιας εργασίας, καθυστέρηση αποπεράτωσης
αρχ.
1. διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή
2. ευκαιρία, άνεση χρόνου
3. άδεια, πρόσκαιρη διακοπή εργασίας
4. φρ. ἀνοχαί
ημέρες εορταστικών αργιών
5. διακοπή μιας διαδικασίας
6. απαλλαγή από ασθένεια, ανάρρωση
7. ανατολή (του ήλιου).