ζυγοστατώ: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(16)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ζυγοστατῶ, -έω) [[ζυγοστάτης]]<br />[[σταθμίζω]] με [[ζυγό]], [[ζυγίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ισορροπήσει<br /><b>2.</b> [[ελέγχω]], [[κρίνω]]<br /><b>3.</b> [[βασανίζω]] στη [[σκέψη]] μου, [[σκέπτομαι]] [[βαθιά]] («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ζυγοστάτης]], [[ζυγιστής]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυγοστατοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι σε [[ισορροπία]], ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) [[είμαι]] [[αμφίρροπος]].
|mltxt=(AM ζυγοστατῶ, -έω) [[ζυγοστάτης]]<br />[[σταθμίζω]] με [[ζυγό]], [[ζυγίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ισορροπήσει<br /><b>2.</b> [[ελέγχω]], [[κρίνω]]<br /><b>3.</b> [[βασανίζω]] στη [[σκέψη]] μου, [[σκέπτομαι]] [[βαθιά]] («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ζυγοστάτης]], [[ζυγιστής]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυγοστατοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι σε [[ισορροπία]], ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) [[είμαι]] [[αμφίρροπος]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ζυγοστατῶ, -έω) ζυγοστάτης
σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω
μσν.
1. κάνω κάτι να ισορροπήσει
2. ελέγχω, κρίνω
3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.)
αρχ.
1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής
2. παθ. ζυγοστατοῦμαι, -έομαι
βρίσκομαι σε ισορροπία, ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι
3. (για πόλεμο) είμαι αμφίρροπος.