κυκώ: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(22) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κυκῶ, -άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ [[μέλι]] χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «αἱ μὴ τί τ' εἴπην γλώσσ' ἐκύκα κακόν», Σαπφ.<br />γ. | |mltxt=κυκῶ, -άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ [[μέλι]] χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «αἱ μὴ τί τ' εἴπην γλώσσ' ἐκύκα κακόν», Σαπφ.<br />γ. «τοῦ θύμου [[τρίβων]] κυκῶμαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναταράσσω]] («ἄνω και [[κάτω]] τὸν βόρβορον κυκῶσιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δημιουργώ]] [[σύγχυση]], [[προκαλώ]] [[αταξία]], [[αναστατώνω]] [[κάτι]] («τὴν βουλήν βίᾳ κυκήσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυκῶμαι</i><br />α) [[πέφτω]] σε [[σύγχυση]], ταράζομαι, [[φοβάμαι]] («τρὶς δὲ κυκήθησαν Τρῶες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για νερά, κύματα, ποταμούς) αναταράζομαι, [[αναβράζω]] («[[κλύδων]]' [[ἔφιππον]] ἐν μέσῳ κυκώμενον», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) (για διανοητική ή ψυχική [[αναταραχή]]) βρίσκομαι σε [[ταραχή]], σε [[μεγάλη]] [[φροντίδα]] («θυμὲ κήδεσιν κυκώμενε», <b>Αρχίλ.</b>)<br />δ) πιέζομαι, στενοχωρούμαι («ὑπ' ἀνδρὸς τοξότου κυκώμενος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επιτατικός [[σχηματισμός]] σε -<i>άω</i>. Οι συνδέσεις που έχουν [[κατά]] καιρούς προταθεί δεν [[είναι]] πειστικές]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 15 February 2019
Greek Monolingual
κυκῶ, -άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, -άω (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ.
β. «αἱ μὴ τί τ' εἴπην γλώσσ' ἐκύκα κακόν», Σαπφ.
γ. «τοῦ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.)
2. αναταράσσω («ἄνω και κάτω τὸν βόρβορον κυκῶσιν», Αριστοφ.)
3. δημιουργώ σύγχυση, προκαλώ αταξία, αναστατώνω κάτι («τὴν βουλήν βίᾳ κυκήσω», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυκῶμαι
α) πέφτω σε σύγχυση, ταράζομαι, φοβάμαι («τρὶς δὲ κυκήθησαν Τρῶες», Ομ. Ιλ.)
β) (για νερά, κύματα, ποταμούς) αναταράζομαι, αναβράζω («κλύδων' ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον», Σοφ.)
γ) (για διανοητική ή ψυχική αναταραχή) βρίσκομαι σε ταραχή, σε μεγάλη φροντίδα («θυμὲ κήδεσιν κυκώμενε», Αρχίλ.)
δ) πιέζομαι, στενοχωρούμαι («ὑπ' ἀνδρὸς τοξότου κυκώμενος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επιτατικός σχηματισμός σε -άω. Οι συνδέσεις που έχουν κατά καιρούς προταθεί δεν είναι πειστικές].