λύτρωση: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λύτρωσις]], -έως) [[λυτρώνω]]<br />[[απαλλαγή]] από [[κακό]], [[απολύτρωση]], [[λυτρωμός]], [[σωτηρία]] («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ | |mltxt=η (AM [[λύτρωσις]], -έως) [[λυτρώνω]]<br />[[απαλλαγή]] από [[κακό]], [[απολύτρωση]], [[λυτρωμός]], [[σωτηρία]] («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απελευθέρωση]] με [[καταβολή]] λύτρων («καὶ λύτρωσιν αἰχμαλώτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[απελευθέρωση]] πράγματος που βρίσκεται σε [[υποθήκη]], [[αφού]] πληρωθούν τα οφειλόμενα<br /><b>2.</b> [[απαλλαγή]] από [[υποχρέωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[λύτρωσις]] ὕδατος» — [[πηγή]] νερού. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:38, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (AM λύτρωσις, -έως) λυτρώνω
απαλλαγή από κακό, απολύτρωση, λυτρωμός, σωτηρία («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («καὶ λύτρωσιν αἰχμαλώτων», Πλούτ.)
αρχ.
1. η απελευθέρωση πράγματος που βρίσκεται σε υποθήκη, αφού πληρωθούν τα οφειλόμενα
2. απαλλαγή από υποχρέωση
3. φρ. «λύτρωσις ὕδατος» — πηγή νερού.