μαλακότητα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
(24) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[μαλακότης]], -ητος) [[μαλακός]]<br /><b>1.</b> [[απαλότητα]], [[τρυφερότητα]] («καὶ [[ὡσαύτως]] [[πάχος]] καὶ [[λεπτότητα]] ἢ [[μαλακότητα]] καὶ [[σκληρότητα]] ἡ ἁφή», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ηπιότητα]], [[γλυκύτητα]], [[προσήνεια]], [[μειλιχιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδυναμία]], ασθενικότητα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαλακότης]] | |mltxt=η (AM [[μαλακότης]], -ητος) [[μαλακός]]<br /><b>1.</b> [[απαλότητα]], [[τρυφερότητα]] («καὶ [[ὡσαύτως]] [[πάχος]] καὶ [[λεπτότητα]] ἢ [[μαλακότητα]] καὶ [[σκληρότητα]] ἡ ἁφή», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ηπιότητα]], [[γλυκύτητα]], [[προσήνεια]], [[μειλιχιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδυναμία]], ασθενικότητα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαλακότης]] τοῦ κλίματος» — το εύκρατο του κλίματος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (AM μαλακότης, -ητος) μαλακός
1. απαλότητα, τρυφερότητα («καὶ ὡσαύτως πάχος καὶ λεπτότητα ἢ μαλακότητα καὶ σκληρότητα ἡ ἁφή», Πλάτ.)
2. ηπιότητα, γλυκύτητα, προσήνεια, μειλιχιότητα
αρχ.
1. αδυναμία, ασθενικότητα
2. φρ. «μαλακότης τοῦ κλίματος» — το εύκρατο του κλίματος.