μετακεράννυμι: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(3) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετακεράννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] χύνοντας [[υγρό]] από ένα [[δοχείο]] σε [[άλλο]] («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φύση]] κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ | |mltxt=[[μετακεράννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] χύνοντας [[υγρό]] από ένα [[δοχείο]] σε [[άλλο]] («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φύση]] κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μετακεράννῡμι:''' размешивать переливая (εἰς καθαρὸν [[ἀγγεῖον]] ἐκ ῥυπαροῦ Plut.). | |elrutext='''μετακεράννῡμι:''' размешивать переливая (εἰς καθαρὸν [[ἀγγεῖον]] ἐκ ῥυπαροῦ Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
English (LSJ)
A mix by pouring from one vessel into another, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα v.l. for μετεράσας in Dsc.1.52, as also in Plu.2.801c. II change one's nature, ἐκ τοῦ θανατώδους ἐς τὸ ἠπιώτερον Paus.9.28.4.
German (Pape)
[Seite 147] (s. κεράννυμι), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μετακεράννυμι: [ᾰ], ἀναμιγνύω ἐγχέων ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα Διοσκ. 1. 63. - παρὰ Πλουτ. 2. 801C, διάφ. γραφ. ἀντὶ μετεράσαντες. ΙΙ. παρὰ Παυσ. 9. 28, 4, μεταβάλλομαι, μετακεράννυσί σφίσιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός.
French (Bailly abrégé)
mélanger en versant d’un vase dans un autre.
Étymologie: μετά, κεράννυμι.
Greek Monolingual
μετακεράννυμι (Α)
1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», Πλούτ.)
2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].
Russian (Dvoretsky)
μετακεράννῡμι: размешивать переливая (εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ Plut.).