προδιαλέγω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(34)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συζητώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> (μέσ. με παθ. αορ.) [[προδιαλέγομαι]]<br />[[διαλέγομαι]], [[συζητώ]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («[[βούλομαι]] οὖν προδιαλεχθῆναι [[περί]] τ' ἐμαυτοῡ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (κατ' ευφ.) συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαλέγομαι]] «[[συνομιλώ]], [[συναναστρέφομαι]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συζητώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> (μέσ. με παθ. αορ.) [[προδιαλέγομαι]]<br />[[διαλέγομαι]], [[συζητώ]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («[[βούλομαι]] οὖν προδιαλεχθῆναι [[περί]] τ' ἐμαυτοῦ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (κατ' ευφ.) συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαλέγομαι]] «[[συνομιλώ]], [[συναναστρέφομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαλέγω Medium diacritics: προδιαλέγω Low diacritics: προδιαλέγω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΛΕΓΩ
Transliteration A: prodialégō Transliteration B: prodialegō Transliteration C: prodialego Beta Code: prodiale/gw

English (LSJ)

   A discuss before, Nicom.Ar.1.3 (Pass.); ἐν τοῖς προδιειλεγμένοις A.D. Pron.37.4.    II Med., with aor. Pass., speak, converse beforehand, περί τινος Isoc.12.6; τισι with . ., PSI4.360.15(iii B.C.), D.H.3.71; ταῖς πόλεσι Plu.Pyrrh.22: abs., μικρὰ πάνυ προδιαλεχθείς Isoc.12.199, cf. D.S.20.7.    2 euphem. in mal. part., D.C.Fr.87.4.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαλέγω: συζητῶ πρότερον, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 70. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. ἀορ. διαλέγομαι, ὁμιλῶ ἢ συζητῶ ἐκ τῶν προτέρων, περί τινος Ἰσοκρ. 233Ε· τινί, μετά τινος, Διον. Ἁλ. 3. 71, Διόδ. 20. 7· ἀπολ., μικρὰ πάνυ προδιαλεχθεὶς Ἰσοκρ. 274Ε.

Greek Monolingual

Α
1. συζητώ προηγουμένως
2. (μέσ. με παθ. αορ.) προδιαλέγομαι
διαλέγομαι, συζητώ κάτι εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («βούλομαι οὖν προδιαλεχθῆναι περί τ' ἐμαυτοῦ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.)
3. μέσ. (κατ' ευφ.) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαλέγομαι «συνομιλώ, συναναστρέφομαι»].