προσυποβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(4)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ὑποβάλλω]]<br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]] από [[κάτω]] («τοῡ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[ὑποβάλλω]]<br />[[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[ακόμη]] από [[κάτω]] («τοῦ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσυποβάλλω:''' сверх того подкладывать, еще подставлять (τὸν τράχηλον Plut.).
|elrutext='''προσυποβάλλω:''' сверх того подкладывать, еще подставлять (τὸν τράχηλον Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυποβάλλω Medium diacritics: προσυποβάλλω Low diacritics: προσυποβάλλω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: prosypobállō Transliteration B: prosypoballō Transliteration C: prosypovallo Beta Code: prosupoba/llw

English (LSJ)

   A place under, submit besides, Plu.2.814f:—Pass., Gal.18(2).454.

German (Pape)

[Seite 785] noch dazu unterwerfen, τράχηλον, Plut. reip. ger. praec. 19.

Greek (Liddell-Scott)

προσυποβάλλω: ὑποβάλλω προσέτι, Πλούτ. 2. 814F, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

placer en outre dessous.
Étymologie: πρός, ὑποβάλλω.

Greek Monolingual

Α ὑποβάλλω
τοποθετώ κάτι ακόμη από κάτω («τοῦ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

προσυποβάλλω: сверх того подкладывать, еще подставлять (τὸν τράχηλον Plut.).