προκαταστέλλω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(34) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταστέλλω]], [[καταπραΰνω]] εκ τών προτέρων (α. «προκαταστέλλειν τὴν διάνοιαν», <b>Αριστείδ.</b><br />β. «προκαταστέλλων τὸν θυμὸν | |mltxt=ΜΑ<br />[[καταστέλλω]], [[καταπραΰνω]] εκ τών προτέρων (α. «προκαταστέλλειν τὴν διάνοιαν», <b>Αριστείδ.</b><br />β. «προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῦ», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταστέλλω]] «[[αναχαιτίζω]], [[κατευνάζω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
A begin by calming or moderating, τὴν διάνοιαν Aristid.Quint.2.15; τὸν θυμόν Eust.104.14.
German (Pape)
[Seite 729] vorher beilegen, beruhigen, Eust. 78, 19.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταστέλλω: καταστέλλω, καταπραΰνω πρότερον, προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῦ Εὐστ. 104. 14.
Greek Monolingual
ΜΑ
καταστέλλω, καταπραΰνω εκ τών προτέρων (α. «προκαταστέλλειν τὴν διάνοιαν», Αριστείδ.
β. «προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῦ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταστέλλω «αναχαιτίζω, κατευνάζω»].