πατρίδα: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(31)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πατρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η γη τών πατέρων, τών προγόνων, ο [[τόπος]] της γέννησης, της καταγωγής κάποιου («ἐμοὶ δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ [[ἀνώνυμος]], [[Σπάρτη]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με στενότερη [[έννοια]]) η [[πόλη]] ή το [[χωριό]] όπου γεννήθηκε [[κανείς]] και διαμένει κανονικά («καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῑθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν [[πατρίδα]] ἑαυτοῡ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο [[είναι]] [[κανείς]] εγκατεστημένος, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από [[εκεί]], ο [[τόπος]] της διαμονής («έπιασε καινούργια [[πατρίδα]]»)<br /><b>4.</b> (με ευρύτερη [[έννοια]]) το [[έθνος]] με τα άτομα που το αποτελούν, με το πάτριο [[έδαφος]] και με [[καθετί]] που από [[παράδοση]] συνδέει όσους ανήκουν σ' αυτό («[[περί]] τε πατρίδος μαχούμενοι καὶ τῆς ἰδίας σωτηρίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] της πρώτης εμφάνισης ενός ζώου, φυτού ή άλλου πράγματος, η [[κοιτίδα]] («[[πατρίδα]] του φοίνικα [[είναι]] η Αφρική»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πρόσωπο]] ή πρόσωπα που κατάγονται από την [[ίδια]] [[χώρα]] ή από την [[ίδια]] [[πόλη]], συμπατριώτες («[[γεια]] σου, [[πατρίδα]]»)<br /><b>3.</b> το [[έθνος]] («η [[πατρίδα]] τίμησε τους ήρωες»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το 'πιασε [[πατρίδα]]» — μένει μόνιμα, δεν εννοεί να απομακρυνθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[πατρίς]] [[πόλις]]» — η πάτρια [[πόλις]], η [[πόλη]] τών προγόνων ή της καταγωγής<br />β. «ἡ κοινὴ [[πατρίς]]» — ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Άδης (<b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πατρὶς γὰρ ἐστι πᾱσ' ἵν' ἂν πράττη τις εὖ» — [[πατρίδα]] [[είναι]] όπου ευτυχεί [[κανείς]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατρίς]] αποτελούσε αρχικά ποιητ. τ. του θηλ. [[πάτριος]] (<b>πρβλ.</b> τις φρ. <i>πατρὶς αἶα</i>, <i>πατρὶς [[γαῖα]]). Στη [[συνέχεια]] η λ. [[πατρίς]], -[[ίδος]] ουσιαστικοποιήθηκε και απαντά μόνη της ήδη από τον Όμηρο].
|mltxt=η / [[πατρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> η γη τών πατέρων, τών προγόνων, ο [[τόπος]] της γέννησης, της καταγωγής κάποιου («ἐμοὶ δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ [[ἀνώνυμος]], [[Σπάρτη]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με στενότερη [[έννοια]]) η [[πόλη]] ή το [[χωριό]] όπου γεννήθηκε [[κανείς]] και διαμένει κανονικά («καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῑθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν [[πατρίδα]] ἑαυτοῦ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο [[είναι]] [[κανείς]] εγκατεστημένος, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από [[εκεί]], ο [[τόπος]] της διαμονής («έπιασε καινούργια [[πατρίδα]]»)<br /><b>4.</b> (με ευρύτερη [[έννοια]]) το [[έθνος]] με τα άτομα που το αποτελούν, με το πάτριο [[έδαφος]] και με [[καθετί]] που από [[παράδοση]] συνδέει όσους ανήκουν σ' αυτό («[[περί]] τε πατρίδος μαχούμενοι καὶ τῆς ἰδίας σωτηρίας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] της πρώτης εμφάνισης ενός ζώου, φυτού ή άλλου πράγματος, η [[κοιτίδα]] («[[πατρίδα]] του φοίνικα [[είναι]] η Αφρική»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[πρόσωπο]] ή πρόσωπα που κατάγονται από την [[ίδια]] [[χώρα]] ή από την [[ίδια]] [[πόλη]], συμπατριώτες («[[γεια]] σου, [[πατρίδα]]»)<br /><b>3.</b> το [[έθνος]] («η [[πατρίδα]] τίμησε τους ήρωες»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «το 'πιασε [[πατρίδα]]» — μένει μόνιμα, δεν εννοεί να απομακρυνθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[πατρίς]] [[πόλις]]» — η πάτρια [[πόλις]], η [[πόλη]] τών προγόνων ή της καταγωγής<br />β. «ἡ κοινὴ [[πατρίς]]» — ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Άδης (<b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πατρὶς γὰρ ἐστι πᾱσ' ἵν' ἂν πράττη τις εὖ» — [[πατρίδα]] [[είναι]] όπου ευτυχεί [[κανείς]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατρίς]] αποτελούσε αρχικά ποιητ. τ. του θηλ. [[πάτριος]] (<b>πρβλ.</b> τις φρ. <i>πατρὶς αἶα</i>, <i>πατρὶς [[γαῖα]]). Στη [[συνέχεια]] η λ. [[πατρίς]], -[[ίδος]] ουσιαστικοποιήθηκε και απαντά μόνη της ήδη από τον Όμηρο].
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

Greek Monolingual

η / πατρίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. η γη τών πατέρων, τών προγόνων, ο τόπος της γέννησης, της καταγωγής κάποιου («ἐμοὶ δὲ γῆ μὲν πατρὶς οὐκ ἀνώνυμος, Σπάρτη», Αριστοφ.)
2. (με στενότερη έννοια) η πόλη ή το χωριό όπου γεννήθηκε κανείς και διαμένει κανονικά («καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῑθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ», ΚΔ)
3. ο τόπος στον οποίο είναι κανείς εγκατεστημένος, ανεξάρτητα από το αν κατάγεται από εκεί, ο τόπος της διαμονής («έπιασε καινούργια πατρίδα»)
4. (με ευρύτερη έννοια) το έθνος με τα άτομα που το αποτελούν, με το πάτριο έδαφος και με καθετί που από παράδοση συνδέει όσους ανήκουν σ' αυτό («περί τε πατρίδος μαχούμενοι καὶ τῆς ἰδίας σωτηρίας», Θουκ.)
νεοελλ.
1. ο τόπος της πρώτης εμφάνισης ενός ζώου, φυτού ή άλλου πράγματος, η κοιτίδαπατρίδα του φοίνικα είναι η Αφρική»)
2. συνεκδ. πρόσωπο ή πρόσωπα που κατάγονται από την ίδια χώρα ή από την ίδια πόλη, συμπατριώτες («γεια σου, πατρίδα»)
3. το έθνος («η πατρίδα τίμησε τους ήρωες»)
4. φρ. «το 'πιασε πατρίδα» — μένει μόνιμα, δεν εννοεί να απομακρυνθεί
αρχ.
1. φρ. «πατρίς πόλις» — η πάτρια πόλις, η πόλη τών προγόνων ή της καταγωγής
β. «ἡ κοινὴ πατρίς» — ο κάτω κόσμος, ο Άδης (Πλούτ.)
2. παροιμ. «πατρὶς γὰρ ἐστι πᾱσ' ἵν' ἂν πράττη τις εὖ» — πατρίδα είναι όπου ευτυχεί κανείς (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρίς αποτελούσε αρχικά ποιητ. τ. του θηλ. πάτριος (πρβλ. τις φρ. πατρὶς αἶα, πατρὶς γαῖα). Στη συνέχεια η λ. πατρίς, -ίδος ουσιαστικοποιήθηκε και απαντά μόνη της ήδη από τον Όμηρο].