πτώμα: Difference between revisions
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(35) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πτῶμα]], ΝΜΑ<br />το ανθρώπινο [[σώμα]] [[μετά]] την [[επέλευση]] του θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «[[ὅπου]] γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ [[πτῶμα]], ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.<br />γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα [[πτώμα]] με αυτήν την [[αρρώστια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πτώση]], το [[πέσιμο]] («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ηθική]] [[κατάπτωση]] («ὦ | |mltxt=το / [[πτῶμα]], ΝΜΑ<br />το ανθρώπινο [[σώμα]] [[μετά]] την [[επέλευση]] του θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «[[ὅπου]] γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ [[πτῶμα]], ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.<br />γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα [[πτώμα]] με αυτήν την [[αρρώστια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πτώση]], το [[πέσιμο]] («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ηθική]] [[κατάπτωση]] («ὦ τοῦ μεγίστου πτώματος, ὦ τῆς ἀπανθρωπίας», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b>1. (σε [[οικοδόμημα]]) το πεσμένο, γκρεμισμένο [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[ρήγμα]] σε τοίχο<br /><b>3.</b> [[οτιδήποτε]] πεσμένο [[κάτω]] («πτώματα ἐλαιῶν»)<br /><b>4.</b> [[μέτρηση]] οφειλομένων, [[καταβολή]] χρέους<br /><b>5.</b> εξοφλητικό, [[απόδειξη]] καταβολής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>, <b>βλ. λ.</b> [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:03, 15 February 2019
Greek Monolingual
το / πτῶμα, ΝΜΑ
το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση του θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.
γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα πτώμα με αυτήν την αρρώστια»)
μσν.-αρχ.
1. η πτώση, το πέσιμο («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», Σοφ.)
2. ηθική κατάπτωση («ὦ τοῦ μεγίστου πτώματος, ὦ τῆς ἀπανθρωπίας», Πρόδρ.)
αρχ.1. (σε οικοδόμημα) το πεσμένο, γκρεμισμένο μέρος
2. ρήγμα σε τοίχο
3. οτιδήποτε πεσμένο κάτω («πτώματα ἐλαιῶν»)
4. μέτρηση οφειλομένων, καταβολή χρέους
5. εξοφλητικό, απόδειξη καταβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- του πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ, βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -μα].