μελίφρων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(1ba)
m (Text replacement - " . ." to "…")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μελίφρων]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[honey]] [[sweet]] to the [[mind]] μελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11) μελίφρονι αὐδ[ᾷ ([[hiatus]] notabilis.) Πα. . . τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14.
|sltr=[[μελίφρων]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[honey]] [[sweet]] to the [[mind]] μελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11) μελίφρονι αὐδ[ᾷ ([[hiatus]] notabilis.) Πα.τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 26 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφρων Medium diacritics: μελίφρων Low diacritics: μελίφρων Capitals: ΜΕΛΙΦΡΩΝ
Transliteration A: melíphrōn Transliteration B: meliphrōn Transliteration C: melifron Beta Code: meli/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A sweet to the mind, delicious, ὕπνος Il.2.34, B.Fr.3.10; οἶνος Il.6.264, Od.7.182, etc.; μ. θυμός Hes.Sc.428; νόστος Simon.119; σκόλιον Pi.Fr.122.11; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Id.N.7.11; μ. δεσμὸν ἐρώτων Coluth. 95.    II Act., whose care is honey, Ἀρισταῖος A.R.4.1132.

German (Pape)

[Seite 125] ονος, durch Süßigkeit das Herz erfreuend; οἶνος, Il. 24, 284 Od. 7, 182; auch πυρός, σῖτος u. ὕπνος, Il. 2, 34, wie Bacchyl. Stob. fl. 55, 3; θυμός, Hes. Sc. 428; αἰτία, Pind. N. 7, 11; βάρβιτος, Ep. in Mus. (IX, 504); μῦθοι, Ap. Rh. 5, 458; καρπός, 2, 1003; δασμὸς ἐρώτων, Coluth. 94. – Aber im eigtl. Sinne heißt Aristaios so, der für den Honig sorgt od. ihn erfunden hat, Ap. Rh. 4, 1132.

Greek (Liddell-Scott)

μελίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, εὐχάριστος, τερπνός, μελίφρων ὕπνος Ἰλ. Β. 34· οἶνον μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· νόστος Σιμωνίδ. 120· σκόλιον Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.

French (Bailly abrégé)

gén. ονος;
doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φρήν.

English (Autenrieth)

honey-minded, honeylike, sweet.

English (Slater)

μελίφρων
   1 honey sweet to the mind μελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11) μελίφρονι αὐδ[ᾷ (hiatus notabilis.) Πα.… τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14.

Greek Monolingual

μελίφρων, -ον (Α)
1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.)
2. (ως προσωνυμία του Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μαλακό-φρων].

Greek Monotonic

μελίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, τερπνός, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

μελίφρων: 2, gen. ονος услаждающий душу (οἶνος, σῖτος, ὕπνος Hom.; θυμός Hes.; βάρβιτος Anth.).

Middle Liddell

μελί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
sweet to the mind, delicious, Hom., Hes.