ψιττάκη: Difference between revisions
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(4b) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ψιττάκη:''' (ᾰ) ἡ Arst. = [[ψιττακός]]. | |elrutext='''ψιττάκη:''' (ᾰ) ἡ Arst. = [[ψιττακός]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ψιττάκη''': {psittákē}<br />'''Forms''': [[ψιττακός]] (Akz. nach Hdn. Gr. 1, 150) m. (Kall., Plu., D.S. usw.), auch [[σιττακός]] (Phld., Arr.; -άκη Arist. v. l.), [[βίττακος]] (s.d.), [[σίττας]]· [[ὄρνις]] [[ποιός]]. [[ἔνιοι]] δὲ τὸν ψιττακὸν λέγουσιν H.<br />'''Grammar''': f. (Arist.),<br />'''Meaning''': [[Papagei]];<br />'''Etymology''' : Fremdwort orient. Ursprungs, letzten Endes wohl zu aind. ''śúka''- m. [[Papagei]], s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 152 f. Lat. LW ''psittacus'' > nhd. ''Sittich''.<br />'''Page''' 2,1139 | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 2 October 2019
English (LSJ)
ἡ,
A v. ψιττακός.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ, = σιττάκη, Arist. H. A. 8, 12, s. ψίττακος.
Greek (Liddell-Scott)
ψιττάκη: ἴδε ἐν λέξ. ψιττακός.
Greek Monolingual
και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α
ψιττακός, παπαγάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή του πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το αρχ. ινδ. šuka- «παπαγάλος» δεν θεωρείται πιθανή].
Russian (Dvoretsky)
ψιττάκη: (ᾰ) ἡ Arst. = ψιττακός.
Frisk Etymology German
ψιττάκη: {psittákē}
Forms: ψιττακός (Akz. nach Hdn. Gr. 1, 150) m. (Kall., Plu., D.S. usw.), auch σιττακός (Phld., Arr.; -άκη Arist. v. l.), βίττακος (s.d.), σίττας· ὄρνις ποιός. ἔνιοι δὲ τὸν ψιττακὸν λέγουσιν H.
Grammar: f. (Arist.),
Meaning: Papagei;
Etymology : Fremdwort orient. Ursprungs, letzten Endes wohl zu aind. śúka- m. Papagei, s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 152 f. Lat. LW psittacus > nhd. Sittich.
Page 2,1139