Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποδοκάκκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
mNo edit summary
(2b)
Line 18: Line 18:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">foot-block</b><br />See also: s. [[κάκαλα]].
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">foot-block</b><br />See also: s. [[κάκαλα]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ποδοκάκκη''': {podokákkē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Fußblock]]<br />'''See also''': s. [[κάκαλα]].<br />'''Page''' 2,569
}}
}}

Revision as of 15:40, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδοκάκκη Medium diacritics: ποδοκάκκη Low diacritics: ποδοκάκκη Capitals: ΠΟΔΟΚΑΚΚΗ
Transliteration A: podokákkē Transliteration B: podokakkē Transliteration C: podokakki Beta Code: podoka/kkh

English (LSJ)

ἡ,

   A stocks (commonly called ξύλον), Lexap.Lys.10.16, Lex ap.D.24.105, Pl.Com.249, Theon Prog.13, Sch.Ar.Eq.366. (Cf. Skt. kan̂catē 'bind', Lith. kinkýti 'harness', κιγκλίς; the spelling -κάκη is due to the false expl. foot-plague, ap.Harp.: from ποδοκατοχή acc. to Did. ap. eund.)

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ
ποδοκάκη, η, ΜΑ
ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ' ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με πρώτο συνθετικό τη λ. πούς, ποδός και δεύτερο τον τ. -κακκη, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος, κατά μία άποψη, όχι πολύ πιθ., συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κάκαλα
τείχη].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδοκάκ(κ)η -ης, ἡ [πούς, κάκαλα] voetblok.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: foot-block
See also: s. κάκαλα.

Frisk Etymology German

ποδοκάκκη: {podokákkē}
Grammar: f.
Meaning: Fußblock
See also: s. κάκαλα.
Page 2,569