ῥιπτέω: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(c2) |
(cc2) |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':?iptšw 里普帖哦< | |sngr='''原文音譯''':?iptšw 里普帖哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':投<br />'''字義溯源''':投出去,摔掉;源自([[ῥίπτω]])*=拋擲)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 摔掉(1) 徒22:23 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:34, 3 October 2019
English (LSJ)
used only in pres. and impf., collat. form of ῥίπτω, first in Od.,
A ἀν-ερρίπτουν ἅλα πηδῷ 13.78, where it suits the metre (but not the Ion. dialect); so in Ar., ῥιπτεῖτε χλαίνας Ec.507; διαρριπτοῦντε Id.V.59; in Trag. ῥιπτέω is never either guaranteed or disproved by the metre, ῥιπτείσθω A.Pr.1043 (anap., cod. Med.), ῥιπτεῖ S.Aj.239 (anap.), Ant.131 (anap.), Tr.780, ῥιπτεῖν E.Tr.734 cod. P, ῥιπτοῦνθ' Hel.1096 cod. L, ῥιπτοῦντες Heracl.149 codd. LP; ῥίπτετ' and ἔρριπτον are guaranteed by the metre in E.HF941, Ba.1097, so that ῥίπτων, ῥίπτει may be accepted in E.Ba.150 (lyr.), Hel.1325 (lyr.); ῥιπτέω is found also in Prose, ῥιπτεῦσι Hdt.4.94 (v.l.); ῥιπτέουσι ib.188, cf. 7.50 (ἀνα-), 8.53, Th.4.95 (ἀνα-), Pl.Ti.80a, Arist.Ph.266b30, Mu.396a2, Plb.1.47.4, al., Agatharch.26; ῥειπτουμένων OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 845] nur im praes. u. impf. gebrauchte Nebenform von ῥίπτω, mit dem Nebenbegriffe der wiederholten Handlung; μετὰ σφοδρότητος ῥίπτειν erkl. vgl. Tr. 777; Ἀχαιοῖς ῥιπτεῖν ἀράς, Verwünschungen gegen sie schleudern, ausstoßen, Eur. Troad. 729; ἐς κίνδυνον ῥιπτοῦντες, Heracl. 150; ῥιπτεῖτε χλαίνας, Ar. Eccl. 507; u. in Prosa: Her. 4, 94. 8, 53 u. öfter; τῶν ῥιπτουμένων, Plat. Tim. 80 a; Xen. ἑαυτόν, Cyr. 3, 1, 25; Folgde; ῥιπτοῦντες ἑαυτοὺς εἰς τὸν ποταμόν, Pol. 5, 48, 4; ῥιπτούμενος ἀπὸ τῆς πέτρας, Luc. Phalar. prior 6.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιπτέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ῥίπτω, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ Ν. 78, ὅπου ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου· οὕτω παρὰ τῷ Ἀριστοφ., ῥιπτεῖτε χλαίνας Ἐκκλ. 507· ἐν ἅπασι τοῖς χωρίοις τῶν Τραγικῶν ἡ μόνη διαφορὰ εἶναι ὡς πρὸς τὸν τονισμόν, καὶ ὁ Elmsl. (Ἡρακλ. 150) πανταχοῦ προτιμᾷ νὰ ἀναγινώσκῃ ῥίπτω· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα συμφώνως ἔχουσι τὴν γραφὴν ῥιπτέω ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν τε ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων, ῥιπτεῦσι Ἡρόδ. 4. 94· ῥιπτέουσι 4. 188, πρβλ. 7. 50., 8. 53, Σοφ. Ἀντ. 131, Αἴ. 239, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 4. 95, Πλάτ. Τίμ. 80Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf;
c. ῥίπτω.
English (Strong)
from a derivative of ῥίπτω; to toss up: cast off.
Greek Monotonic
ῥιπτέω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., ισοδ. τύπος του ῥίπτω, σε Τραγ.· Ιων. συνηρ. γʹ πληθ. ῥιπτεῦσι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥιπτέω: (только praes. и impf.) = ῥίπτω.
Chinese
原文音譯:?iptšw 里普帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:投
字義溯源:投出去,摔掉;源自(ῥίπτω)*=拋擲)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 摔掉(1) 徒22:23