Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(3) |
(No difference)
|
ὄγκος, θίς, θωμός, σωρός, θημών, κόρθυς, σώρευμα, σάγμα, σίμβλος, χύσις, ὁρμαθός, σύστρεμμα, πίλημα, ὅμαδος