придирчивый: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(5) |
(No difference)
|
Revision as of 19:15, 14 October 2019
Russian > Greek
ἀκανθώδης, φιλόψογος, φιλομεμφής, φίλερις, φιλαίτιος, κατηγορικός, ἐνστατικός, δριμύς, μικρολόγος, σμικρολόγος, ἀκανθολόγος, ἐπιτίμαιος, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, ψογερός