страстный: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πυρισμάραγος]], [[διάπυρος]], [[ἐπιθυμητικός]], [[ἀφροδισιαστικός]], [[ἰσχυρός]], [[ὀξύς]], [[θυμικός]], [[σφοδρός]], [[θερμουργός]], [[θερμόνοος]], [[θερμόνους]], [[περιπεταστός]], [[λάβρος]], [[μαλερός]], [[θυμοειδής]], [[ἔκθυμος]], [[θερμός]] | |rueltext=[[περιμάχητος]], [[πυρισμάραγος]], [[διάπυρος]], [[ἐπιθυμητικός]], [[ἀφροδισιαστικός]], [[ἰσχυρός]], [[ὀξύς]], [[θυμικός]], [[σφοδρός]], [[θερμουργός]], [[θερμόνοος]], [[θερμόνους]], [[περιπεταστός]], [[λάβρος]], [[μαλερός]], [[θυμοειδής]], [[ἔκθυμος]], [[θερμός]], [[ὑγρός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 15 October 2019
Russian > Greek
περιμάχητος, πυρισμάραγος, διάπυρος, ἐπιθυμητικός, ἀφροδισιαστικός, ἰσχυρός, ὀξύς, θυμικός, σφοδρός, θερμουργός, θερμόνοος, θερμόνους, περιπεταστός, λάβρος, μαλερός, θυμοειδής, ἔκθυμος, θερμός, ὑγρός