испытывать: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπολαύω]], [[συνεκφέρω]], [[ἀποπειράω]], [[διαπειράω]], [[ἐκπειράζω]], [[καταπειράζω]], [[βασανίζω]], [[ἐξελέγχω]], [[ἀνερευνάω]], [[ἐπαυρίσκω]], [[συνδοκιμάζω]], [[ἁφάω]], [[ἀναπειράομαι]], [[ἐκπειράομαι]], [[παραπειράομαι]], [[διελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[διακωδωνίζω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐρεείνω]] | |rueltext=[[ἐφοράω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀπολαύω]], [[συνεκφέρω]], [[ἀποπειράω]], [[διαπειράω]], [[ἐκπειράζω]], [[καταπειράζω]], [[βασανίζω]], [[ἐξελέγχω]], [[ἀνερευνάω]], [[ἐπαυρίσκω]], [[συνδοκιμάζω]], [[ἁφάω]], [[ἀναπειράομαι]], [[ἐκπειράομαι]], [[παραπειράομαι]], [[διελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[διακωδωνίζω]], [[ἐξετάζω]], [[ἐρεείνω]], [[ἴσχω]], [[διαχράομαι]], [[κρίνω]], [[ἱστορέω]], [[ἐλέγχω]], [[πειράω]], [[ὑπέχω]], [[κρούω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐφοράω, ἀμφιέπω, ἀπολαύω, συνεκφέρω, ἀποπειράω, διαπειράω, ἐκπειράζω, καταπειράζω, βασανίζω, ἐξελέγχω, ἀνερευνάω, ἐπαυρίσκω, συνδοκιμάζω, ἁφάω, ἀναπειράομαι, ἐκπειράομαι, παραπειράομαι, διελέγχω, δοκιμάζω, διακωδωνίζω, ἐξετάζω, ἐρεείνω, ἴσχω, διαχράομαι, κρίνω, ἱστορέω, ἐλέγχω, πειράω, ὑπέχω, κρούω