ἐρεείνω

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεείνω Medium diacritics: ἐρεείνω Low diacritics: ερεείνω Capitals: ΕΡΕΕΙΝΩ
Transliteration A: ereeínō Transliteration B: ereeinō Transliteration C: ereeino Beta Code: e)reei/nw

English (LSJ)

(ἐρέω A)
A ask, inquire: c. acc. pers., ask of one, question him, Od.7.31,5.85, h.Merc.487, etc.: c. acc. rei, ask about a thing, Il.6.145, etc.: c. dupl.acc., ἐ. τινά τι Od.1.220, 4.137; ἐ. ἀμφὶ ξείνῳ ask about one, 24.262:—Med., ἐρεείνετο μύθῳ 17.305; search after, ἐρεείνειν τινά Batr.52.
2 visit a place, D.P.713.
3 ask for, τι h.Merc. 533.
II say, speak, ib.313. —Ep. word, used in hex. by Theopomp. Com.30; ἐὰν μὴ μεῖζον ἅτερος θατέρου ἐρεείνῃ, Spartan saying in Plu. 2.228e codd. (ἐρατέημεν Id.Lyc.19 codd.: leg. μέσδων..ἐρᾶτε ἦμεν.)

German (Pape)

[Seite 1023] = ἔρομαι, fragen, ausfragen, ausforschen, sowohl mit acc. der Person, Od. 7, 31, als der Sache, τίη γενεὴν ἐρεείνεις Il. 6, 145; Theocr. 25, 3; mit doppeltem acc., αὐτίκα δ' ἥγ' ἐπέεσσι πόσιν ἐρέεινεν ἕκαστα Od. 4, 137; ἐπεὶ σύ με τοῦτ' ἐρεείνεις, da du mich hiernach fragst, 1, 220, ἀμφί τινι, Nachfrage thun nach Jemandem, 24, 262. Auch im med. = act., ἄφαρ δ' ἐρεείνετο μύθῳ Od. 17, 305, var. lect. ἐρεείνατο. – Allgemeiner,. sagen, H. h. Merc. 313, wo aber doch auch Fragen vorangegangen sind; κιθάραν, sie versuchen, ibd. 487. – In Prosa Plut. Lac.Lac. apophth. Lycurg. p. 226, ἐὰν μὴ μεῖζον ἅτερος θατέρου ἐρεείνῃ, nach Größerem trachtet, mehr verlangt. Vgl. ἐρατέω.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. ἐρέεινον;
interroger, demander : τινά τι, demander qch à qqn ; ἀμφί τινι OD questionner au sujet de qqn;
Moy. ἐρεείνομαι (seul. impf. 3ᵉ sg. poét. ἐρεείνετο) interroger, demander.
Étymologie: ἔρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐρεείνω: (только praes. и impf.)
1 (тж. ἐρεείνεσθαι μύθῳ Hom.) спрашивать, расспрашивать (τι Hom., Theocr. и τινά Hom.): ἐ. ἀμφί τινι Hom. справляться о ком-л.;
2 просить, выпрашивать (τί τινος Lycurgus ap. Plut.);
3 искать, разыскивать (τινά Batr.);
4 пробовать, испытывать (κιθάραν HH);
5 (в споре), разбирать, перебирать, (τὰ ἕκαστα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεείνω: ὡς τὸ ἔρομαι, ἐρωτῶ περί τινος, ἢ ἔρωτῶ νὰ μάθω τι, συχνὸν παρ’ Ὁμ.: μετ’ αἰτ προσ., μηδ’ ἐρέεινε, Ὀδ. Η. 31, κτλ.· ἢ μετ’ αἰτ. πράγμ., τί ἦ γενεὴν ἐρεείνεις Ἰλ. Ζ. 145, κτλ.· ἢ μετὰ διπλ. αἰτιατ., ἐπεὶ οὔ με τοῦτ’ ἐρεείνεις Ὀδ. Α. 220, Δ. 137· ὡς ἐρέεινον ἀμφὶ ξείνῳ ἐμῷ Ω. 262: - οὕτως ἐν τῷ Μέσ., ἄφαρ δ’ ἐρεείνετο μύθῳ Ρ. 305· ἐρευνῶ πρὸς εὕρεσίν τινος, ἀναζητῶ, πλεῖστον δὴ γαλέην περιδείδια, ἥτις ἀρίστη, ἣ καὶ τρωγλοδύνοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει Βατραχομ. 52. 2) πολυπραγμονῶ περί τινος, οὐδ’ ἐρεείνω Καυκασίας κνημῖδας, ἐρωτῶ περί τινος πράγματος, μαντείην... ἣν ἐρεείνεις Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 533. 4) δοκιμάζω, ἐξετάζω, αὐτόθι 487. ΙΙ. λέγω, ὁμιλῶ, αὐτόθι 313. Ἐπικὴ λέξ. ἐν χρήσει ἔν τινι ἐξαμ. παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ Κωμικῷ ἐν «Μήδῳ», 1, καὶ παρὰ Πλουτ. 2. 228Ε.

English (Autenrieth)

ipf. ἐρέεινε, mid. ἐρεείνετο: ask, abs., Il. 3.191, Od. 7.31 ; τινά (τι), Il. 6.176, Od. 1.220 ; ἀμφί τινι, Od. 24.262; mid., with μύθῳ, Od. 17.305.

Greek Monolingual

ἐρεείνω (Α)
1. ζητώ πληροφορίες, ρωτώ να μάθω
2. αναζητώ κάποιον ή κάτι
3. επιδιώκω κάτι
4. (για μαντείο) ζητώ χρησμό
5. δοκιμάζω, εξετάζω
6. επισκέπτομαι έναν τόπο κάνοντας περιήγηση
7. συζητώ, διαλέγομαι, ανταλλάσσω απόψεις
8. λέγω. μιλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέω «ζητώ να μάθω». Σχηματισμός πιθ. κατά το αλεείνω «αποφεύγω, υποχωρώ»].

Greek Monotonic

ἐρεείνω: (ἔρομαι) όπως το ἔρομαι, ρωτώ, με αιτ. προσ., ρωτώ για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., ρωτώ για κάτι, σε Όμηρ.· με διπλή αιτ., ἐρ. τινά τι, ρωτώ κάποιον για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἐρέω

Middle Liddell

like ἔρομαι
to ask, c. acc. pers. to ask of one, Od.; c. acc. rei, to ask a thing, Hom.; c. dupl. acc., ἐρ. τινά τι to ask one a thing, Od.:—so in Med. Od.

Frisk Etymology German

ἐρεείνω: {ereeínō}
Forms: nur Präsensstamm
Grammar: v.
Meaning: ausfragen, fragen (ep. seit Il.).
Etymology: Wie bei dem gleichgebildeten ἀλεείνω (s. 2. ἀλέα) hat man eine denominative Bildung, in diesem Falle von einem hochstufigen r-n-Stamm *ἐρεϝεν-, vermutet (Schwyzer 521 m. Lit., 724). Ein primäres Präsens ist εἴρομαι, s. d. Vgl. noch ἐρευνάω, ἐρωτάω.
Page 1,550