пропадать: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπογίγνομαι]], [[ἀπογίνομαι]], [[ἀπορρέω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀποκλίνω]], [[ὑποπίπτω]], [[προαφανίζομαι]], [[ἀποτήκω]], [[καταφυλλοροέω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[συντήκω]], [[ἐναφανίζω]], [[παραπόλλυμι]] | |rueltext=[[ἀπόλλυμι]], [[βιβάω]], [[βρίζω]], [[ἠμύω]], [[ἀπογίγνομαι]], [[ἀπογίνομαι]], [[ἀπορρέω]], [[ἀποσβέννυμι]], [[διόλλυμι]], [[ἐκφθίνω]], [[ἀποκλίνω]], [[ὑποπίπτω]], [[προαφανίζομαι]], [[ἀποτήκω]], [[καταφυλλοροέω]], [[ἐξαπόλλυμι]], [[συντήκω]], [[ἐναφανίζω]], [[παραπόλλυμι]], [[πίπτω]], [[ἐκφεύγω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀπόλλυμι, βιβάω, βρίζω, ἠμύω, ἀπογίγνομαι, ἀπογίνομαι, ἀπορρέω, ἀποσβέννυμι, διόλλυμι, ἐκφθίνω, ἀποκλίνω, ὑποπίπτω, προαφανίζομαι, ἀποτήκω, καταφυλλοροέω, ἐξαπόλλυμι, συντήκω, ἐναφανίζω, παραπόλλυμι, πίπτω, ἐκφεύγω