уклоняться: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[δραπετεύω]], [[ἐξαναδύομαι]], [[λογγάζω]], [[ἀλυσκάζω]], [[ὑπαλεύομαι]], [[παρακλίνω]], [[παρκλίνω]], [[ἀφειδέω]], [[συνεξοκέλλω]], [[ἐκκλίνω]], [[διακλίνω]], [[ἀποείκω]], [[ἐξαναχωρέω]], [[παραπίπτω]], [[ὑποστρέφω]], [[διανίσταμαι]], [[διαδύομαι]], [[ἀποπηδάω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποδιδρήσκω]], [[ὑποφεύγω]], [[ἐξαφίστημι]], [[ἀλέομαι]], [[ἀλεείνω]], [[ὑπεξαλέομαι]], [[ἐξαλέομαι]] | |rueltext=[[ἐκτρέπω]], [[ἀνάδημα]], [[δραπετεύω]], [[ἐξαναδύομαι]], [[λογγάζω]], [[ἀλυσκάζω]], [[ὑπαλεύομαι]], [[παρακλίνω]], [[παρκλίνω]], [[ἀφειδέω]], [[συνεξοκέλλω]], [[ἐκκλίνω]], [[διακλίνω]], [[ἀποείκω]], [[ἐξαναχωρέω]], [[παραπίπτω]], [[ὑποστρέφω]], [[διανίσταμαι]], [[διαδύομαι]], [[ἀποπηδάω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποδιδρήσκω]], [[ὑποφεύγω]], [[ἐξαφίστημι]], [[ἀλέομαι]], [[ἀλεείνω]], [[ὑπεξαλέομαι]], [[ἐξαλέομαι]], [[ἀφίστημι]], [[περιοράω]], [[ἐκδύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐκτρέπω, ἀνάδημα, δραπετεύω, ἐξαναδύομαι, λογγάζω, ἀλυσκάζω, ὑπαλεύομαι, παρακλίνω, παρκλίνω, ἀφειδέω, συνεξοκέλλω, ἐκκλίνω, διακλίνω, ἀποείκω, ἐξαναχωρέω, παραπίπτω, ὑποστρέφω, διανίσταμαι, διαδύομαι, ἀποπηδάω, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ὑποφεύγω, ἐξαφίστημι, ἀλέομαι, ἀλεείνω, ὑπεξαλέομαι, ἐξαλέομαι, ἀφίστημι, περιοράω, ἐκδύω