расстилать: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιτείνω]], [[ἐξαπλόω]], [[πετάννυμι]], [[περιπετάννυμι]], [[περιπεταννύω]], [[παραπετάννυμι]], [[περικαλύπτω]], [[ἐπιστορέννυμι]], [[καταπετάννυμι]], [[ἐμπετάννυμι]], [[ἐμπεταννύω]], [[ἐπιπετάννυμι]], [[στορέννυμι]], [[στόρνυμι]], [[στρώννυμι]], [[στρωννύω]], [[καταστορέννυμι]], [[καταστόρνυμι]] | |rueltext=[[τανύω]], [[ἐπιτείνω]], [[ἐξαπλόω]], [[πετάννυμι]], [[περιπετάννυμι]], [[περιπεταννύω]], [[παραπετάννυμι]], [[περικαλύπτω]], [[ἐπιστορέννυμι]], [[καταπετάννυμι]], [[ἐμπετάννυμι]], [[ἐμπεταννύω]], [[ἐπιπετάννυμι]], [[στορέννυμι]], [[στόρνυμι]], [[στρώννυμι]], [[στρωννύω]], [[καταστορέννυμι]], [[καταστόρνυμι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 15 October 2019
Russian > Greek
τανύω, ἐπιτείνω, ἐξαπλόω, πετάννυμι, περιπετάννυμι, περιπεταννύω, παραπετάννυμι, περικαλύπτω, ἐπιστορέννυμι, καταπετάννυμι, ἐμπετάννυμι, ἐμπεταννύω, ἐπιπετάννυμι, στορέννυμι, στόρνυμι, στρώννυμι, στρωννύω, καταστορέννυμι, καταστόρνυμι