παραπετάννυμι
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
German (Pape)
[Seite 493] (s. πετάννυμι), daneben ausbreiten, durch einen Vorhang bedecken; τῆς παραπεπετασμένης αὐλαίας, Pol. 33, 3, 2; öfter bei sp. D.; παραπέπταται ἰσθμός, D. Per. 98, öfter; Arat. 312 ὁ δέ οἱ παραπέπταται ὄρνις ἀσσότερον βόρεω, er schwebt mit ausgebreiteten Flügeln daneben.
Russian (Dvoretsky)
παραπετάννῡμι: распростирать, расстилать, опускать (παραπεπετασμένη αὐλαία Polyb.).