высокомерный: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μέγας]] | |rueltext=[[μέγας]], [[ὑψήγορος]], [[ὑπερήφανος]], [[μεγαλεῖος]], [[ὑπέροπλος]], [[αἰπεινός]], [[σεμνόστομος]], [[ὑπέρφρων]], [[μεγαλήνωρ]], [[μεγαλάνωρ]], [[ὑπέρκοπος]], [[φρονηματίας]], [[ὑβριστικός]], [[νεόπλουτος]], [[ἀκοινώνητος]], [[ἀκοινώνατος]], [[μεγαλόμητις]], [[περίφρων]], [[πλεονέκτης]], [[καρτερός]], [[θρασύς]], [[ὑπέραυχος]], [[ὑπερπετής]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 18 October 2019
Russian > Greek
μέγας, ὑψήγορος, ὑπερήφανος, μεγαλεῖος, ὑπέροπλος, αἰπεινός, σεμνόστομος, ὑπέρφρων, μεγαλήνωρ, μεγαλάνωρ, ὑπέρκοπος, φρονηματίας, ὑβριστικός, νεόπλουτος, ἀκοινώνητος, ἀκοινώνατος, μεγαλόμητις, περίφρων, πλεονέκτης, καρτερός, θρασύς, ὑπέραυχος, ὑπερπετής