обращаться с речью: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(4) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀγορεύω]] | |rueltext=[[ἀγορεύω]] ;; [[κικλήσκω]] ;; [[μετάφημι]] ;; [[προσέρω]] ;; [[προσλαλέω]] ;; [[πρόσφημι]] ;; [[προσομιλέω]] ;; [[προσφθέγγομαι]] ;; [[ποτιφθέγγομαι]] ;; [[προσφωνέω]] ;; [[προσαυδάω]] ;; [[προσεννέπω]] ;; [[προσηγορέω]] ;; [[προσθροέω]] ;; [[προσμυθέομαι]] ;; [[προτιμυθέομαι]] ;; [[ποτιμυθέομαι]] ;; [[ἐνέπω]] ;; [[ἐννέπω]] ;; [[προσλέγω]] ;; [[ποτιλέγω]] ;; [[ἐπιλογίζομαι]] ;; [[ἐνδείκνυμι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀγορεύω ;; κικλήσκω ;; μετάφημι ;; προσέρω ;; προσλαλέω ;; πρόσφημι ;; προσομιλέω ;; προσφθέγγομαι ;; ποτιφθέγγομαι ;; προσφωνέω ;; προσαυδάω ;; προσεννέπω ;; προσηγορέω ;; προσθροέω ;; προσμυθέομαι ;; προτιμυθέομαι ;; ποτιμυθέομαι ;; ἐνέπω ;; ἐννέπω ;; προσλέγω ;; ποτιλέγω ;; ἐπιλογίζομαι ;; ἐνδείκνυμι