προσεννέπω

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεννέπω Medium diacritics: προσεννέπω Low diacritics: προσεννέπω Capitals: ΠΡΟΣΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: prosennépō Transliteration B: prosennepō Transliteration C: prosennepo Beta Code: prosenne/pw

English (LSJ)

impf.
A προσήνεπον Pi.P.4.97, 9.29:—address, accost, ll.cc., S.Aj.857, E.Or.428, etc.
2 c. acc. et inf., entreat or command, τινὰ σπέσθαι Pi.I.6(5).17.
3 π. τινά τι call by a name, τοῦτό νιν π. A.Ag.162 (lyr.), cf. 1291.

German (Pape)

[Seite 759] (s. ἐννέπω), anreden, Aesch. Ag. 1264 u. öfter; auch mit einem Namen belegen, τοῦτό νιν προσεννέπω, 157, vgl. 314; τὸν διφρευτὴν Ἥλιον προσεννέπω πανύστατον, Soph. Ai. 844; Eur. Or. 428 Rhes. 389 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. προσέννεπον;
1 adresser la parole à : τινά à qqn ; τινά τι dire qch à qqn;
2 appeler d'un nom : τινά τι appeler qqn de qqe nom.
Étymologie: πρός, ἐννέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εννέπω, imperf. προσήνεπε, toespreken, aanroepen; met acc. en acc. v. h. inw. obj.. τοῦτό νιν προσεννέπω zo roep ik hem aan Aeschl. Ag. 162.

Russian (Dvoretsky)

προσεννέπω: (только praes. и impf. προσέννεπον)
1 обращаться с речью, призывать (τινά Pind., Trag.): ὡς ὄντ᾽ Ὀρέστην τάδε σ᾽ ἐγὼ προσεννέπω (v.l. προὐννέπω) Aesch. так это я с тобой, Орест, говорю?;
2 предлагать, просить (τινὰ ποιεῖν τι Pind.).

English (Slater)

προσεννέπω call upon by name κλέπτων δὲ θυμῷ δεῖμα προσήνεπε (P. 4.97) c. acc., αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ (called him out and addressed him, Gildersleeve: cf. (N. 1.60)) (P. 9.29) c. acc. & inf., ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω̆ ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς (I. 6.17)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. προσφωνώ, προσαγορεύω
2. χαιρετίζω («Χείρωνα προσέννεπε φωνᾷ», Πίνδ.)
3. ικετεύω, παρακαλώ
4. προτρέπω
5. φρ. «προσεννέπειν τινά τι» — καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐνέπω / ἐννέπω «διηγούμαι, καλώ, μιλώ, ονομάζω»].

Greek Monotonic

προσεννέπω:1. προσαγορεύω, προσφωνώ, σε Πίνδ., Τραγ.· τάδε σ' ἐγὼ προσεννέπω, απευθύνω αυτά τα λόγια σε σένα, σε Αισχύλ.
2. με απαρ., παρακαλώ ή διατάζω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Πίνδ.
3. προσεννέπω τινά τι, αποκαλώ με το όνομα του, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεννέπω: προσαγορεύω, Πινδ. Π. 4. 171., 9. 49, Τραγ.· τάδε σ’ ἐγὼ πρ., προσφωνῶ ταῦτα εἰς σέ, Αἰσχύλ. Χο. 224. 2) μετ’ ἀπαρ., δέομαι ἢ κελεύω, τινὰ ποιεῖν τι Πινδ. Ι. 6 (5). 24. 3) πρ. τινά τι, καλῶ τινα μέ τι ὄνομα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 162, 1291.

Middle Liddell

1. to address, accost, Pind., Trag.; τάδε σ' ἐγὼ πρ. I address these words to thee, Aesch.
2. c. inf. to intreat or command, τινὰ ποιεῖν τι Pind.
3. πρ. τινά τι to call by a name, Aesch.