переделывать: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μεταγράφω]] | |rueltext=[[μεταγράφω]], [[μετακαινίζω]], [[ἀναπλάσσω]], [[ἀναπλάττω]], [[μετασκευωρέομαι]], [[μεθαρμόζω]], [[μεθαρμόττω]], [[μεταποιέω]], [[μετακινέω]], [[μετασκευάζω]], [[μεταρρυθμίζω]], [[μετακοσμέω]], [[μεταχαράσσω]], [[μεταπλάσσω]], [[μεταπλάττω]], [[παραπλάσσω]], [[παραπλάττω]], [[ἀνακλώθω]], [[παρατεκταίνω]], [[μεταβάλλω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
μεταγράφω, μετακαινίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, μετασκευωρέομαι, μεθαρμόζω, μεθαρμόττω, μεταποιέω, μετακινέω, μετασκευάζω, μεταρρυθμίζω, μετακοσμέω, μεταχαράσσω, μεταπλάσσω, μεταπλάττω, παραπλάσσω, παραπλάττω, ἀνακλώθω, παρατεκταίνω, μεταβάλλω