прятать: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(6) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀφανίζω]], [[ῥύομαι]], [[κρύπτω]], [[παρακαλύπτω]], [[συγκρύπτω]], [[ἐγκατατίθημι]], [[ὑποκλέπτω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἐπικαλύπτω]], [[ἐγκρύβω]], [[κατακρύπτω]], [[ἐγκρύπτω]], [[ἀμαλδύνω]], [[περικαλύπτω]], [[ἐπικρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], [[ἐπισκέπω]] | |rueltext=[[ἀφανίζω]], [[ῥύομαι]], [[κρύπτω]], [[παρακαλύπτω]], [[συγκρύπτω]], [[ἐγκατατίθημι]], [[ὑποκλέπτω]], [[ἀποτίθημι]], [[ἐπικαλύπτω]], [[ἐγκρύβω]], [[κατακρύπτω]], [[ἐγκρύπτω]], [[ἀμαλδύνω]], [[περικαλύπτω]], [[ἐπικρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], [[ἐπισκέπω]], [[στέγω]], [[καλύπτω]], [[τίθημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀφανίζω, ῥύομαι, κρύπτω, παρακαλύπτω, συγκρύπτω, ἐγκατατίθημι, ὑποκλέπτω, ἀποτίθημι, ἐπικαλύπτω, ἐγκρύβω, κατακρύπτω, ἐγκρύπτω, ἀμαλδύνω, περικαλύπτω, ἐπικρύπτω, ἀποκρύπτω, ἐπισκέπω, στέγω, καλύπτω, τίθημι