ἐπισκέπω
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
= ἐπισκεπάζω, Apollod.1.6.2, Longus 1.21, Iamb.Protr. 21:—Med., AP6.62 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 978] = ἐπισκεπάζω, im pass., Philp. 17 (VI, 62); Apolld. 1, 6, 2.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπισκεπάζω.
Étymologie: ἐπί, σκέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκέπω: скрывать, укрывать, прятать: γήρᾳ κανθὸς ἐπεσκέπετο Anth. зрение затуманилось от старости.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκέπω: ἐπισκεπάζω, Ἀνθ. Π. 6. 62, Ἀπολλόδ. 1. 6, 2.
Greek Monolingual
ἐπισκέπω (Α)
επισκεπάζω.
Greek Monotonic
ἐπισκέπω: σκεπάζω, κλείνω, επικαλύπτω (πηγάδι, τάφρο, κ.λπ.), σε Ανθ.