Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κασωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(19)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kasotos
|Transliteration C=kasotos
|Beta Code=kaswto/s
|Beta Code=kaswto/s
|Definition=ή, όν, (κασῆς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thick</b>, <b class="b3">ἐσθῆτες</b>, opp. <b class="b3">στρεπταί</b>, <span class="bibl">Diog.Oen.10</span>.</span>
|Definition=ή, όν, (κασῆς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thick]], <b class="b3">ἐσθῆτες</b>, opp. <b class="b3">στρεπταί</b>, <span class="bibl">Diog.Oen.10</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καστρ</i>-[[ωτός]], <i>ραβδ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καστρ</i>-[[ωτός]], <i>ραβδ</i>-[[ωτός]])].
}}
}}

Revision as of 15:45, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασωτός Medium diacritics: κασωτός Low diacritics: κασωτός Capitals: ΚΑΣΩΤΟΣ
Transliteration A: kasōtós Transliteration B: kasōtos Transliteration C: kasotos Beta Code: kaswto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κασῆς)

   A thick, ἐσθῆτες, opp. στρεπταί, Diog.Oen.10.

Greek Monolingual

κασωτός, -ή, -όν (Α)
(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, κετσές
(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. καστρ-ωτός, ραβδ-ωτός)].