κλητικός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klitikos | |Transliteration C=klitikos | ||
|Beta Code=klhtiko/s | |Beta Code=klhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]]or <b class="b2">for invitation</b>, Men.Rh.<span class="bibl">p.424</span> S.; σχῆμα <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>4.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[invocatory]], <b class="b3">ὕμνοι</b> Men.Rh.<span class="bibl">p.333</span> S.; τύπος Id.p.334 S. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> Gramm., [[vocative]], <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">πτῶσις</b>) <span class="bibl">D.T.636.7</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>6.9</span>, al.; σύνταξις <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>46.8</span>; <b class="b3">τὸ κ. ὦ</b> Hdn.Gr.<span class="bibl">1.473</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:20, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A ofor for invitation, Men.Rh.p.424 S.; σχῆμα Hermog.Inv.4.3. 2 invocatory, ὕμνοι Men.Rh.p.333 S.; τύπος Id.p.334 S. 3 Gramm., vocative, ἡ -κή (sc. πτῶσις) D.T.636.7, A.D.Pron.6.9, al.; σύνταξις Id.Synt.46.8; τὸ κ. ὦ Hdn.Gr.1.473.
German (Pape)
[Seite 1452] zum Rufen, zum Namen gehörig; ἡ κλητική, sc. πτῶσις, casus vocativus, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
κλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόσκλησιν, (Walz) Ρήτορ. 9. 298. 2) ἐπίκλησιν περιέχων, κλ. ὕμνοι αὐτόθι 132. 3) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ καλεῖν ἢ ἐπικαλεῖσθαί τινα, ἡ κλητική (δηλ. πτῶσις), Λατ. casus vocativus, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 216.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui sert à appeler ; t. de gramm. ἡ κλητική (πτῶσις) le vocatif;
2 qui sert à invoquer;
3 qui concerne une invitation.
Étymologie: καλέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κλητικός, -ή, -όν) κλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση
2. επικλητικός
3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική
η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. (για ύμνο) αυτός που περιέχει επίκληση προς θεούς
2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλήση, σε επίκληση.
επίρρ...
κλητικώς καί -ά
1. με κλήση, με πρόσκληση, με προσφώνηση
2. σε κλητική πτώση.