ματρυλεῖον: Difference between revisions
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
(2) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=matryleion | |Transliteration C=matryleion | ||
|Beta Code=matrulei=on | |Beta Code=matrulei=on | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[brothel]], <span class="bibl">Din.<span class="title">Fr.</span>43.5</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>429</span>, Plu.2.752c; written ματρύλλιον or μαστρύλλιον ib.1094a, <span class="bibl">Poll.6.188</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:19, 28 June 2020
English (LSJ)
τό,
A brothel, Din.Fr.43.5, Men.Epit.429, Plu.2.752c; written ματρύλλιον or μαστρύλλιον ib.1094a, Poll.6.188.
Greek (Liddell-Scott)
ματρῠλεῖον: τό, ὡς τὸ μαστροπεῖον, πορνεῖον, χαμαιτυπεῖον, Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσι» 4, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ.· ἐν Πλουτ. 2. 1093F, Πολυδ. ϛʹ, 188, φέρεται ἡμαρτημένως: ματρύλλιον ἢ μαστρύλλιον. Καθ’ Ἡσύχ. προπαροξυτόνως: «ματρύλειον· τόπος τῶν πορνευόντων, τουτέστι πορνεῖον, ὅπου οἱ μαστροποί, ἤτοι μαυλισταὶ διέτριβον».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mauvais lieu, bordel.
Étymologie: DELG de μήτηρ, à travers un diminutif péjoratif.
Greek Monolingual
ματρυλεῑον και ματρύλλιον και μαστρύλλιον και, κατά τον Ησύχ., ματρύλειον, τὸ (Α)
ο οίκος ανοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτρυλλα. Ο τ. μαστρύλλιον κατ' επίδραση του μαστροπός.
Frisk Etymological English
See also: s. μαστροπός